Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

Της μιας χρήσης ή Καλή Χρονιά


Έγιναν καραμέλες οι σκέψεις μου
και χαρίζονται από δω κι από κει
Λιώνουν και σπάνε
μ’ ένα κρακ
αλλάζουν χέρια
φορώντας το ωραίο τους περιτύλιγμα
Ώσπου κάποτε γίνεται κι αυτό άχρηστο
ένα κορίτσι το κρατάει στα χέρια του
κι εκείνο
τρίζει
αιώνια
εκπληρωμένο
Μα καλά,
δε σας έχει πει ποτέ κανείς
να μην παίρνετε καραμέλες από αγνώστους;

ε.σ.

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

Ένα σονέτο χριστουγεννιάτικο


(κι ας πεθάνουν)
Οι καλικάντζαροι και φέτος λένε
Θα ανέβουνε για να μας συναντήσουν
Θα πιούν κρασί μαζί μας θα μεθύσουν
Κι ύστερα για τη μοίρα τους θα κλαίνε

Που όλο το χρόνο δεν μπορούν να ζήσουν
σαν τους κοινούς θνητούς, τάχα τι φταίνε;
Ολημερίς βάζουν φωτιές να καίνε
Και πολεμάνε κάθε νύχτα να τις σβήσουν

Να πριονίζουν από το πρωί ως το βράδυ
της γης το δέντρο η βαρετή δουλειά τους
μα δεν αντέχουν άλλο το σκοτάδι

Θέλουν κι αυτοί να βάλουν τα καλά τους
Τα ωραία ρούχα τα μεταξωτά τους
Κι ας νιώσουν μόνο μιας αυγής το χάδι

ε.σ.

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Άνεργοι Καλικάντζαροι Διαδηλώνουν


φοράω ένα μαύρο ρούχο ένα ολόμαυρο κατάμαυρο ρούχο στέκομαι λίγο καλύτερα και χτυπάω την πόρτα μου ανοίγει μια πολύ ευγενική κυρία με άσπρα μαλλιά και άσπρα ρούχα κάτασπρα ολόασπρα ρούχα πολύ ευγενική στ' αλήθεια μου γνέφει να περάσω περνάω προχωράω στο μακρύ διάδρομο στον ατέλειωτο διάδρομο και μετά από είκοσι μία ημέρες φτάνω στο μεγάλο στο τεράστιο σαλόνι με την πολυθρόνα στη μέση και τις παλιές κουρτίνες το βήμα μου βαραίνει έχω εξαντληθεί από το περπάτημα τόσων ημερών χωρίς παύση χωρίς διάλειμμα χωρίς άλλο κουδούνι πέρα απ' αυτό που χτύπησα πριν είκοσι μία μέρες το βήμα μου βαραίνει πλησιάζω την πολυθρόνα τη μοναδική πολυθρόνα τη μόνη της μόνη πολυθρόνα εν μέσω αχανούς σαλονιού και μου φαίνεται κάπως σαν συνωμοτικά να μου κλείνει το μάτι κάθομαι στην αγκαλιά της βγάζω το μάυρο το κατάμαυρο ρούχο και βάζω τα κλάματα

ε.σ.

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Last Wish (μια μέρα)


φωτογραφία: Μαριάντζελα Χατζησταματίου

Τετάρτη
Κάθονται πολύ κοντά στο τραπέζι, τα κεφάλια τους προς το κέντρο, σχεδόν συνωμοτικά.

Τ: Πόσον καιρό είμαστε εδώ;
Σ: Καμιά βδομάδα σίγουρα.
Λ: Κανά δυο μήνες;
Π: Μπορεί κι ένα χρόνο.
Σ: Η μάνα μου θα μ’ έχει ξεχάσει.
Π: Αυτός εδώ θα βρωμίσει. (Δείχνει τον ΝΤ.)
Λ: Αυτός δεν είναι νεκρός.
( Ο ΝΤ ζωντανεύει, πλησιάζει τη Λ. Κάθονται μαζί μπροστά στην τηλεόραση)
Σ: Δεν έχω γονείς.
ΝΤ: Οι φίλοι μου θα ανησυχούν.
Σ: Δεν έχω φίλους. Μόνο…
Π: Δε θέλω να κρύβομαι άλλο.
Τ: Μόνο τι;
Π: Δε θα εγκαταλείψουμε τώρα.
Έχουμε αυτό το χρέος στην ανθρωπότητα.
Σ: Μόνο που…
ΝΤ: Ναι;
Σ: Πρέπει να είμαστε σε ετοιμότητα.
Τ: Κι όταν οι φήμες θα λένε πως πέθανα, εγώ θα είμαι μέσα στον υπερσιβηρικό. Θα θάψετε μόνο ένα κομμάτι ξύλο χωρίς το εισιτήριο.
ΝΤ: Να το θυμάσαι αυτό που λες τώρα.
Σ: Πρέπει να σκεφτούμε κάτι πιο αποτελεσματικό.
Εσείς οι άλλοι τι λέτε; Δεν έχουμε πολύ χρόνο, ίσως λίγες μέρες.
Λ: Εγώ δανείστηκα κάποτε ένα κρεβάτι κι ένα τραπέζι για να ξεκινήσω ένα μεγάλο ταξίδι. Όλα αυτά τα χρόνια σκέφτομαι πως πρέπει να τα επιστρέψω. Δεν ξέρω πότε, δε θυμάμαι πού κι ούτε κανείς μου τηλεφώνησε. Τελικά συνέχεια κάτι μου προέκυπτε. Δεν έφυγα ποτέ.
ΝΤ: Εγώ έφυγα κάποτε. Δεν ήθελα να ξαναγυρίσω. Με σταματούσαν παντού. Συνοριοφύλακες, μπάτσοι, με τρέχανε στα τμήματα και τέτοιες μαλακίες, υποψιάζονταν πως από κάπου το ‘χα σκάσει, αλλά δεν ήξεραν από πού.
Λ: Σε χτύπησαν;
ΝΤ: Όχι. Αλλά με κράτησαν μαζί τους για μέρες, μ’ έσερναν από δω κι από κει.
Τ: Πόσες μέρες;
Λ: Σε κατάλαβαν;
ΝΤ: Δεν πιστεύω.
Λ: Δε σε πιστεύω. Δεν ήξεραν τίποτα;
Π: Τι μέρα είναι;
Λ: Τι μέρες ήταν;
Τ: Γιατί ρωτάς;
Λ: Θέλω να μάθω.
ΝΤ: Εγώ έμαθα.
Π: Ήμουν πάνω σε μια σκηνή.
Σ: Ήμουν πίσω από μια κουίντα.
Τ: Πού το θυμήθηκες αυτό;
Σ: Από εκεί σε θυμάμαι.
Π: Δε με ξέρεις.
Σ: Από εκεί σε ξέρω.
Π: Δε με θυμάσαι!
Λ: Ωστε...
ΝΤ: Κι όταν με ρώτησαν, κοίταξα χαμηλά. Ο υποβολέας είχε πεθάνει από υπερβολική δόση μορφίνης, κι εγώ δε θυμόμουν τι έπρεπε ν’ απαντήσω, ούτε σε ποιόν απ’ όλους αυτούς που, φορώντας τα ρούχα μου προσπαθούσαν να με πείσουν πως είμαστε ίδιοι.
Π: Τραγικό!
Τ: Ναι, ναι. Σχεδόν τραγωδία.
Γέλια.
Λ: Από τότε όμως έχει περάσει καιρός.
Π: Ο ουρανός έκλεισε.
Μόνο εμείς αναγκαζόμαστε ακόμα καμιά φορά για κείνο ή για το άλλο μπας και ξεχάσουμε τον αποκλεισμένο προορισμό μας.
ΝΤ: Τώρα πια, κάποιες φορές, σαν πέφτω να κοιμηθώ, σφίγγω με δύναμη τα δόντια μου σαν ικεσία ή σαν μια απέλπιδη προσπάθεια να σφαλίσω μέσα στο κεφάλι μου αυτά που νόμισα πως φτιάχτηκαν για μένα. Κι όταν κάποιος χτυπάει την πόρτα, βλέπω τη σκιά του πάνω στο τζάμι και κάνω πως δεν είμαι μέσα. «Μα, αφού με κάλεσες», μου λέει μετά, κι εγώ πίνω μια γουλιά και δεν απαντάω.
Αν καταλάβαιναν οι άνθρωποι κάτι παραπάνω απ’ τους ανθρώπους!
Σ: Θα ‘θελα κι εγώ να βλέπω έξω, αλλά δεν έχω παράθυρα. Κι έχει κολλήσει το μυαλό μου σε μια κουρτίνα ξεθωριασμένη.
Σαν έγκαυμα.
Λ: Σ’ αγαπάω.
Π: Από πού ήρθες;
Σ: Υπάρχει ένα μέρος πίσω απ’ το χάρτη.
Λ: Αν πηγαίναμε για ένα ποτό;
ΝΤ: Πού;
Τ: Πού είναι αυτό το μέρος;
ΝΤ: Τρελάθηκες; Απαγορεύεται να βγούμε έξω.
Σ: Δεν είναι τόπος.
Λ:Ποιος θα μας δει…;
Τ: Τι είναι;
Σ: Χρόνος.
ΝΤ: Ίσως και κανένας.
(Ρίχνει μια ματιά προς τους άλλους.)
Σ: Είναι χρόνος.
Τ: Πώς άρχισε;
Σ: Ελπίζαμε πως πρώτα θα πυροβολήσουν αλλού.
Ή έστω μια προειδοποίηση.
Και ένα πρωί ο πόλεμος έγινε πραγματικός.
Ένα ανεπαίσθητο λαμπύρισμα στην άκρη της γης.
Τα ξυραφάκια ήσυχα, ξεχασμένα μέσα στις κατσαρόλες με το αίμα, οξειδώνονταν.
(παύση)
Οι μέρες περνούν.
Π: Αυτό να μην το ξαναπείς.
Σ: Οι νύχτες ατέλειωτες. (Παίρνει το σεντόνι από την Κ, τυλίγεται και πέφτει στο πάτωμα, κουλουριάζεται, σαν αντίδραση μικρού παιδιού, μένει εκεί. Η Κ παραμένει στη θέση της. Τους παρακολουθεί αλλά δεν τη βλέπουν)
Π: Μην το ξαναπείς αυτό!
Σ: Τι έπαθες τώρα;
ΝΤ: Δε μου είπες τελικά, τι του βρίσκεις;
Π: Τίποτα.
Λ: Είναι τόσο τρυφερός μαζί μου. Τον γνώρισα και στους δικούς μου.
Τ: Δεν βρίσκω τίποτα εδώ μέσα! (Ψάχνει σ’ ένα συρτάρι.)
Π: Δεν υπάρχει τίποτα για να βρεις εδώ μέσα.
ΝΤ: Δεν υπάρχει τίποτα για να βρεις μέσα μου.
Τ: Δεν μπορεί.
Σ: Δεν μπορώ άλλο.
ΝΤ : Νομίζαμε ότι κοιμόσουν.
Σ: Δεν είναι σεντόνι αυτό, η σημαία μου είναι, θα παραδοθώ.
Τ: Έχω παραδοθεί αιώνες τώρα.
Π: Όχι! Δε θα παραδοθώ ποτέ. (Βρίσκει ένα ξυράφι μέσα στο συρτάρι, το αρπάζει και πάει να κόψει τις φλέβες του, ο Τ προσπαθεί να τον σταματήσει αλλά μάταια)
Τ: Δεν θα σου κάνω αυτή τη χάρη.
ΝΤ: Δεν θα τους κάνω αυτή τη χάρη.
Σ: Να το συζητήσουμε.
Τ: Μπορώ να ξεχαστώ και να κάθομαι έτσι άπραγος για μέρες. Κάτι παράξενο μου συμβαίνει. Κάτι παράξενο υπάρχει στο κεφάλι μου. Ένα μικροσκοπικός άνθρωπος που το οργώνει απ’ άκρη σ’ άκρη. Αυτό είναι.
Λ: Τα βράδια ξυπνάει από τον ίδιο εφιάλτη. Δε μου λέει ποτέ τι βλέπει. Αλλά τον αισθάνομαι, ακούω την καρδιά του κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Καμιά φορά την ξεριζώνει και την ακουμπάει στο κομοδίνο.
ΝΤ: Τον ενοχλεί.
Τ: Μάλλον.
Σ: Έτσι φαίνεται.
Λ: Δε βλέπω τίποτα.
ΝΤ: Είσαι τυφλή.
Λ: Το πρωί μου παίρνει πολλή ώρα να καθαρίσω τα αίματα.
Σ: Κακό σημάδι αυτό.
Λ: Όταν ξυπνάω δεν τον βρίσκω ποτέ δίπλα μου, ούτε πουθενά αλλού μέσα στο σπίτι.
Τ: Υπάρχει μόνο τις νύχτες.
ΝΤ: Σηκώνεται πριν από σένα. Κάνει ντους, πίνει καφέ, καπνίζει ένα δυο τσιγάρα και πάει για δουλειά.
Λ: Δε δουλεύει.
Σ: Δεν υπάρχει αυτός ο άνθρωπος.
ΝΤ: Και πώς εξηγείς τα αίματα;
Λ: Υπάρχει σου λέω. Όλη νύχτα κάνουμε έρωτα.
ΝΤ: Δεν υπάρχουν αίματα.
Είσαι τρελή.
Λ: Δε βλέπω τίποτα.
ΝΤ: Είσαι τυφλή.
Λ: Μπορεί, αλλά μη φωνάζεις, είναι κάπου εδώ γύρω. Μας ακούει.

ε.σ.

Εγγραφή 20


Φωτογραφία: Μαριάντζελα Χατζησταματίου

Κάποτε,
όλη η μνήμη θα επιστρέψει
στον τόπο του εγκλήματος
να εκδικηθεί
ανυπόφορα χάδια.
Κάποτε,
όλος ο πόνος
θα πάει στο νυφικό κρεβάτι
να ξαποστάσει
ανήμπορη μοναξιά.
Κάποτε,
ολόκληρη η ήττα θα γυρίσει πίσω
να μεταμορφωθεί μέσα στο κουκούλι της
στην υπέροχη νίκη
ενικών σωμάτων.
α.κ.

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

Διαπλανητική διαπλοκή



Παίρνει μια πολύ λεπτή κλωστή και
τη δένει στη μια άκρη του φεγγαριού
Ύστερα
την περνάει στο λαιμό του
και σπρώχνει
το σκαμνί.
Πλημμυρίζει η νύχτα
αίμα
γήινο.

ε.σ.

Μνήμες στη φορμόλη (απόσπασμα)


φωτογραφία: Μαριάντζελα Χατζησταματίου


Σκηνή 5

Κάποια. Όσο ήμουν κρυμμένη στη σιωπή ήμουν απλά θλιμμένη και παράξενη. Όταν μίλησα έγινα άρρωστη. Από πεταλούδα πίσω σε κάμπια. Αντιστροφή της μεταμόρφωσης.

Κάποιος Εγώ, παρόλα αυτά σ΄ αγαπάω ακόμα.

Μουσική. Cure – Love Song

Σκηνή 6

Κάποια Πάλι στους ίδιους τοίχους. Εγκλεισμός\ Αυτοαποκλεισμός από το έξω. Δεν είναι 2. Είναι 3. 3 είναι, όχι 2. Δεν είναι 2, 3 είναι. Θέλω να...Πάλι από το άλφα αρχίζει.

C Αν αυτοκτονήσεις πρέπει να τα περάσεις όλα απ΄την αρχή.

Κάποια...500 γράμματα περίπου ανά παράγραφο. Μία σελίδα. Τέσσερα λεπτά. Να μετρήσω τέσσερα σωματικά λεπτά. Και γυρίζω. Και πάλι. Γυρίζω. Πάλι. Να αρχίσω ξανά. Σημαίνω τη λήξη αυτής της σεμνής τελετής.
Κάτι εδώ μέσα δεν…
λ
ε
ι
τ
ο
υ
ρ
γ
ε
ι

σ
ω
σ
τ
α

γιαυτό τρίζω… γιατί φοβάμαι
γιαυτό βουίζω…γιατί έχω φαγούρα
γιαυτό ασθμαίνω…γιατί μαραίνομαι
γιαυτό βρωμάω…γιατί φυλλοβολώ
γιαυτό φταίω…γιατί σωπαίνω
γιαυτό τρέμω…γιατί παγώνω
γιαυτό σπαράζω…γιατί πονάω
γιαυτό φοβάμαι…γιατί ξεχνάω
γιαυτό…γιατί αγαπάω
γιαυτό…γιατί μισώ
γιατιμισώγιατίμισώ
γιατί γινομαι η ενοχή...και επιλέγω για κάποιον άλλον
γιατί λυπάμαι…έναν τρόπο
γιατί οικτιρώ…που μέσα του ακυρώνομαι
γιατί εκτίθεμαι…κι ότι είπα
γιατί θυμάμαι…έχει ξοφληθεί στο άδειο μυαλό.
Και γίνομαι μια προσφορά ομιλούσας μνήμης στις εκπτώσεις των εποχών.

Πρόσωπα. Ενοχών

α.κ.

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

Θα σου πω


Κάποιος περπατάει κρατώντας αγκαλιά ένα αναπηρικό καρότσι. Το αφήνει δίπλα στον κάδο απορριμάτων. Τι κανεις εκεί; του λέω. Κατέβασα τα σκουπίδια μου απαντάει, αυτό είναι όλο.
Κάποιος άλλος σκοτώνει ένα σπουργίτι. Το βάζει σ' ένα κλουβί και το αφήνει στο πεζοδρόμιο. Διαμπερές φέρετρο. Κάποιος άλλος γελά.
Ο τελευταίος πληρώνει μια περιουσία για ένα εισιτήριο του αστικού λεωφορείου και στο τέλος αρχίζει να περπατάει κλαίγοντας. Πάμφτωχος πια.
Περπλανώμενη αγωνία, κανείς τους δεν θα είναι πια ο ίδιος. Εσύ ακίνητος, παρακολουθείς κρυφά απ’ τη γωνία κι ύστερα
εξαφανίζεσαι.
Μα πώς γίνεται;
δε με ρώτησες ακόμα.
Θα σου πώ

ε.σ.
φωτο:Ειρήνη Σουργιαδάκη

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Υπεράνω Υποψίας


Για να πεθάνουμε ήσυχοι. Γι’ αυτό έπρεπε ίσως ν’ ανταλλάξουμε δυο κουβέντες σ’ εκείνο το τραίνο. Ύστερα σκέφτηκα πως, και πάλι μάταιες οι προσπάθειες αφού κάθε τόσο προέκυπτε κάτι νέο που στο τέλος του ταξιδιού θα έμενε μισό. Κι ίσως τότε στ’ αλήθεια να ήταν σα να μην είχαμε πει τίποτα ή και τίποτα να μην είχαμε πει πραγματικά, όμως τι αξία έχουν οι υποθέσεις, οι σκέψεις και τι αξία οι λέξεις; Κι αυτό ήταν κάτι τόσο μακρινό όσο η αφετηρία μας και τόσο ξένο όσο ο προορισμός μας. Ήταν πια πολύ αργά. Έβγαλα λοιπόν το καπέλο του πεθαμένου κυρίου που καθόταν δίπλα και γύρισα όλα τα βαγόνια, όμως κανείς δεν είχε να μου δώσει κάποια πληροφορία για εκείνον που έψαχνα όλα αυτά τα χρόνια, ούτε καν ένα κουμπί, μόνο κέρματα που, μη ξέροντας τι να τα κάνω τα πέταξα από το παράθυρο, αφού υπέθεσα πως ίσως ο κύριος χρειαζόταν το καπέλο του- επιβαλλόταν για μια σεμνή τελετή- και σίγουρα δεν θα το ήθελε γεμάτο με την ευχαρίστηση του καθενός.

ε.σ.

Είμαι εδώ



Ι

Είμαι εδώ. Μέσα στις ανύποπτες κυριακάτικες μέρες ένα σώμα να μεταμορφώνεται ξαφνικά σ΄ένα πηγάδι που από τον πάτο του ακούγονται θηλυκές φωνές πόνου μπερδεμένες χωρίς λέξεις μόνο πόνος να ζητούν βοήθεια. Ένα σώμα που έμαθε να υπομένει το γεγονός ότι κάποιες Κυριακές δεν είναι σώμα αλλά πηγάδι. Θα περάσει.

ΙI

Είμαι εδώ. Μέσα στα ραγισμένα τοπία ενός κόσμου βουτηγμένου στη λήθη. Ο αιώνας έχει ξεπουλήσει όλες τις μνήμες, όλα τα σφάλματα, όλα τα εγκλήματα. Οι ενοχές ξεπλυθήκαν στους ενενήντα βαθμούς κελσίου και στέγνωσαν με τον βαρύ χειμωνιάτικο αέρα του Δεκέμβρη. Έτος 2009. Δεν έχω άλλα παραμύθια να σας αφηγηθώ. Τα σφαγιασμένα μου παράπονα επιστρέφουν πάντα πριν ξημερώσει και μου χτυπούν την πόρτα. Περιποιούμαι τα τραύματα τους και πηγαίνω για δουλειά. Κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Στην άκρη των βλεφάρων μου στοιβάζεται μια ολόκληρη καινούργια ιστορία. Ακονισμένη η ελπίδα για μια μάχη που είναι για να δοθεί. Αναμένω τις σάλπιγγες.

ΙΙΙ

Είμαι εδώ. Άφησα πίσω τις ενοχές και τον πόνο και έφτιαξα έναν ολοκαίνουργιο μορφασμό στο ρημαγμένο μου πρόσωπο. Δεν είναι ακόμα γέλιο. Μια υποψία ίσως χαμόγελου, μια επιθυμία έτοιμη να κατακλίσει τις μυϊκές ομάδες του προσώπου. Άφησα πίσω τις τσακισμένες εποχές των πένθιμων χαιρετισμών και αρχίζω πάλι. Να συστηθώ ξανά λοιπόν. Επιτρέψτε μου.

α.κ.

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Ιστορία Σταδιοδρομίας


Ήταν κάποια η οποία ήθελε, όταν μεγαλώσει, να γίνει διαφημιστικό σποτ. Είχε κουραστεί με το σπίτι της και τους φίλους της και τους γονείς και τους δασκάλους. Σχεδίαζαν τη ζωή της με έναν τρόπο που της διέφευγε. Ήξερε φυσικά πως η ζωή της θα διαρκούσε λίγα δευτερόλεπτα τηλεοπτικής προβολής. Θα στριμωχνόταν ανάμεσα σε ειδήσεις και τηλεπαιχνίδια, σε δακρύβρεχτα σήριαλ και απευθείας τηλεοπτικές συνδέσεις, αλλά θα δημιουργούσε επιτέλους ένα χώρο όπου θα συμβαίνουν όλα με πρόγραμμα, χρονομετρήσεις αενάως μέσα στην επανάληψη. Υπήρχαν βέβαια και τα περιοδικά, και το ραδιόφωνο και οι γιγαντοαφίσες και τα κάρτ ποστάλ και το Διαδίκτυο. Θα έμπαινε σε όλα τα μέσα...Και εκατομμύρια μάτια, εκατομμύρια χέρια και αυτιά θα διψούσαν για την παρουσία της. Ήταν ένας τρόπος να ζήσει για πάντα. Στα χείλη νέων ανθρώπων που δεν έχει γνωρίσει ποτέ, θα κρεμιόταν στην πόλη, θα εισέβαλλε στα ερτζιανά την ώρα που ένα ζευγάρι φιλιόταν ή κάποιος οδηγός τράκαρε...Θα έμπαινε μέσα σε όλα. Θα ήταν όλα...Και παντού...Μια εικόνα χαραγμένη στα εγκεφαλικά κύτταρα της πόλης...Ένα μουσικό μπακγκράουντ σε νύχτες μοναξιάς, σε εμπορευματικές διαδρομές...Είχε αποφασίσει άλλωστε ότι θα ήταν μια επιτυχημένη διαφήμιση. Χαρούμενη και ερωτική, έξυπνη και κινηματογραφική...Θα κέρδιζε βραβεία σε φεστιβάλ, θα την διαπραγματεύονταν διάσημες εταιρίες του χώρου...Κι όταν τα χρόνια θα περνούσαν, εκείνη θα έμπαινε με τη σειρά της στην Ιστορία, σα μια πρωτοποριακή κίνηση στο χώρο των διαφημιστικών, σε βιβλία και χρονικά και αφιερώματα. Θα είχε κρυφά νοήματα που θα λειτουργούσαν στο μυαλό χιλιάδων ανθρώπων και θα ήταν σα να ζούσε κι εκείνη μέσα τους... Μια δυνατή στιγμή και έπειτα θα περιπλανιόταν σε διάρκειες επικοινωνιακού χρόνου. Να γεμίζει χώρους, χρόνους, σκέψεις κενές...Θα έδινε στο βασίλειο του τίποτα την μαγική εικόνα της...
Πέρασε μέρες ολόκληρες στο δωμάτιο της δουλεύοντας το σενάριο, γράφοντας μουσικά κομμάτια, σχεδιάζοντας σελίδες...Η ιδέα που την γοήτευε περισσότερο ήταν ότι θα μπορούσαν να την βλέπουν άπειρα μάτια τηλεθεατών ταυτόχρονα σε πολλά μέρη του κόσμου...Θα την πρόσεχαν επιτέλους...Θα ήθελαν να ακούσουν τι θέλει να τους πει...Με έναν τρόπο θα γινόταν σημαντική...Σκέφτηκε πολλές φορές ότι ίσως είναι παράξενο να θέλει κάποιος να γίνει διαφήμιση...Αλλά όλοι θέλουν να γίνουν κάτι όταν μεγαλώσουν...Είναι σπουδαίο να θέλεις να γίνεις κάτι...Άλλοι θέλουν να γίνουν πρωτοσέλιδο ή εξώφυλλο ακόμα κι αν φώναξαν σε ένα κανάλι «Σκατά στην κοινωνία του θεάματος»... Αυτοί μέσα σε λίγες μέρες καταλήγουν σε κάδους ανακύκλωσης ή στις χωματερές της πόλης...Εκείνη όμως;

α.κ.

επετειακό λαβ στόρι


Θυμάμαι πως κάποτε, σε μια εποχή απροσδιόριστη μέσα στο χρόνο, κάθε πρωί που άνοιγα το παράθυρο, από κάτω στο μεγάλο δρόμο γινόταν παρέλαση. Κάθε μέρα. Για μήνες. Μπορεί για χρόνια. Κάθε μέρα βηματισμοί, κάθε μέρα βολές, χειροκροτήματα, εμβατήρια, ομιλίες, χαιρετισμοί, ήταν παράξενη εποχή κι όπως φαίνεται ξεχασμένη. Μόνο κάποιοι τύποι πολύ ηλικιωμένοι πια, σαν κι εμένα, ίσως κάτι να μπορούν να θυμηθούν και να σας εξηγήσουν... Δεν μπορώ να σας πω που θα τους βρείτε. Είναι διασκορπισμένοι σ' όλο τον κόσμο κρυμμένοι μέσα σε μνήματα επαρχιακών νεκροταφείων, παριστάνοντας τους πεθαμένους γιατί φοβούνται. Εγώ δεν κατάλαβα ποτέ. Γι' αυτό είμαι ακόμα εδώ. Κάποια στιγμή πάντως εγκατέλειψαν τον κόσμο όλοι αυτοί οι θορυβώδεις άνθρωποι των παρελάσεων και η πόλη γέμισε ησυχία. Σταμάτησαν οι βηματισμοί κι οι εορτασμοί. Παντού ησυχία. Μέσα στα σπίτια, πίσω απ' τις πόρτες, μες στα ντουλάπια, στα συρτάρια, στα ηχεία, στα σχολεία. Μέσα στα πακέτα των τσιγάρων, στις οθόνες των τηλεοράσεων, στο μπουκάλι του κρασιού, στους σωλήνες του νερού, στους αρμούς, κάτω απ' το χαλί, στις εγκοπές του κλειδιού. Πηχτή ησυχία ήρθε και γέμισε όλα τα κενά. Ήρθε απρόσκλητη, έκατσε πάνω τους και τα γέμισε. Έκλεισε όλες τις τρύπες. Τα νερά της βροχής δεν έβρισκαν διέξοδο πουθενά και λίμνασαν, τα ποντίκια πέθαναν μες στις φωλιές τους νηστικά, τα κουμπιά δεν μπορούσαν να κουμπώσουν, τα στόματα να κλείσουν, όλα ήταν μπουκωμένα με ησυχία. Τρύπωνε στις πρίζες, στα σιφόνια, έμπαινε παντού και δεν έβγαινε από πουθενά. Χωρούσε και στο πιο μικρό κενό, σε έναν πόρο του δέρματος, στη διάτρηση ενός εισιτηρίου, ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που ανάσαιναν κουλουριασμένοι, που υπόσχονταν τα σώματά τους ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ χωμένοι ο ένας στον άλλον, μέσα σ' ένα τρεμοπαίξιμο του ματιού. Παντού.

Θα αγκαλιάσω στοργικά την παραδοξότητα. Η ελευθερία αυτή δικαιωματικά της ανήκει.

ε.σ.

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

υστερόγραφο


Ένας κουτσός μ’ ένα ποδήλατο ταξιδεύει τον κόσμο. Έτσι ξαναγίνονται όλοι οι δρόμοι που κάποτε αμφέβαλλαν για τους εαυτούς τους.
Η βροχή τρυπώνει στο ψυγείο και μένει εκεί για πάντα. Έτσι δεν ξεπλένεται πια κανένα πάθος.
Κι όταν αρχίζει να πέφτει ο ήλιος ορθώνονται κάτι θηριώδεις αφαιρέσεις και τρώνε ό,τι απέμεινε απ’ τη μέρα.

Εν ολίγοις, συμβαίνουν τρομαχτικά πράγματα στον κόσμο.

Γι’ αυτό κι εγώ, όταν φοβάμαι, θα κλείνομαι σ’ ένα μικρό κουτί και εκεί μέσα θα ζω όλα μου τα όνειρα.

υ.γ.
Για να μη λες αργότερα πως δεν στο είπα.

ε.σ.

Είμαι παντού, δεν είμαι πουθενά.


«Δεν είμαι πουθενά.
Είμαι παντού.
Είμαι όλοι οι τρόποι... όλοι οι ρόλοι. Δεν είμαι κανείς. Εδώ μέσα δεν είμαι κανείς. Δεν έχω πρόσωπο.
.........
Είμαι ο πελάτης που έχει πάντα δίκιο, είμαι ένα ζευγάρι κουρασμένα πόδια, είμαι καθαριστής τουαλέτας, είμαι ένα βλέμμα που πυροβολεί, είμαι ο φύλακας της οικογενειακής γαλήνης, είμαι ένα ανθρωπιστικό βλέμμα σε ένα παιδί με απλωμένο χέρι, είμαι ένα χάδι στο μουλιασμένο μάγουλο ενός εσωτερικευμένου πόνου, είμαι η ενοχή, είμαι η αηδία, είμαι ένα όμορφο αυτοκίνητο με καμπύλες, είμαι το δελτίο ειδήσεων των οκτώ, είμαι ένα δελτίο στοιχήματος, είμαι ένα παγωμένο χαμόγελο πίσω από ένα γκισέ, είμαι μια σκόπιμη καθυστέρηση της παραγγελίας, είμαι ένα απελπισμένο γραπτό μήνυμα, είμαι ένα εισιτήριο για μια ροκ συναυλία στο πιο ιν εναλλακτικό κέντρο της πόλης, είμαι μια γεμάτη σακούλα με αξεσουάρ για όλες τις συναυλίες του μήνα, είμαι ένα κλεισμένο τραπέζι σε ανατολίτικο ρεστοράν, είμαι ο επόπτης της σχέσης του χρόνου και του έργου, είμαι θηριοδαμαστής παιδικών εκρήξεων, είμαι μια ζαβολιά και ένα ψέμα, είμαι η πόρτα που κλείνει μετά από έναν οικογενειακό καβγά, είμαι μια αστεία γκριμάτσα, είμαι μια σκισμένη κάλτσα, είμαι δύο ώρες σκοπιά σε ένα άδειο «εχθρικό» στρατόπεδο, είμαι τα κυβικά μου, είμαι ένα αεράκι πάνω σε ένα κουρασμένο πρόσωπο, είμαι το σεντόνι που κοιμόταν εκείνος χθες, είμαι ο πρωινός καφές, είμαι ένα χειμωνιάτικο ταξίδι με τρένο, είμαι όλοι οι φαντασιακοί φόνοι μου, είμαι ένα χάπι αδυνατίσματος, είμαι οι φόβοι μου, είμαι τέσσερις δόσεις αλκοόλ,
είμαι μια είδηση για κάποιους πυροβολισμούς που ακούστηκαν τη νύχτα στις παρυφές της πόλης, είμαι ό,τι θυμάμαι, είμαι ό,τι ξεχνάω, είμαι η εθνική συνείδηση, είμαι μια μάσκαρα για έντονες βλεφαρίδες, είμαι το θέαμα και η καταγγελία του θεάματος, είμαι ο φόβος της ανεργίας, είμαι ένα παπούτσι νούμερο σαράντα πέντε που πατάει ένα κεφάλι κάτω, είμαι οι συγκινήσεις του ποδοσφαίρου, είμαι ένα γραπτό μήνυμα φλερτ, είμαι η εθνική ενότητα, είμαι μια προσευχή, είμαι μια κατάρα, είμαι μια ανίατη ασθένεια, είμαι ένα κουτί ψυχοφάρμακα, είμαι ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στα σύνορα, είμαι το κοινωνικό αίτημα για ασφάλεια, είμαι ένα χαμόγελο πίσω από ένα καλυμμένο γυναικείο πρόσωπο, είμαι ένας αθώος καταναγκασμός, είμαι ένας εκφοβιστικός πυροβολισμός, είμαι η φιλοδοξία, είμαι μια γενετική ανωμαλία, είμαι μια ένστολη γατούλα, είμαι μαύρα σέξι εσώρουχα, είμαι η πρώτη δόση το 2014, είμαι μια μεγάλη κοριτσοπαρέα, είμαι ο βασικός μισθός, είμαι μια βόλτα στο κέντρο με τα πόδια το βράδυ, είμαι μια νυχτερινή περιπολία, είμαι μια εξακρίβωση, είμαι τα λευκά μου δόντια, είμαι τα περιττά κιλά μου, είμαι τα ξεσπάσματα μου, είμαι ό,τι αγαπάω, είμαι ό,τι μισώ,
........
Είμαι ο εχθρός χωρίς πρόσωπο.
Είμαι ένα άφαντο δίκτυο κατακερματισμών.
Είμαι η επιβεβαίωση του κατακερματισμού και η διάψευση του.
Είμαι παντού.
Δεν είμαι πουθενά».

α.κ.

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

ατυχές ημερολόγιο

29/10
Κάποιος δεν κοιμήθηκε ακόμα, ίσως ξαγρυπνά ή απλώς περιμένει.
Κάποιος άφησε τα φώτα ανοιχτά.
Να φοβηθούν οι κλέφτες.

1/11
Τώρα είναι κλειστές όλες οι πόρτες. Σιγή ιχθύος όλος ο πλανήτης γέμισε λέπια.
Ίσως επειδή μπήκε Νοέμβρης κι εσύ ακόμα να γυρίσεις.

10/12
Όλη νύχτα έβλεπα εφιάλτες. Χθες και προχθές δεν κοιμήθηκα. Ποιός φταίει;
Ακόμα και ο τυφλός με το ακορντεόν προτίμησε να χαθεί μέσα στο πλήθος.
Και πόσα ακόμα αγνοούσαμε…

25/12
Καμιά φορά σου πιάνω την κουβέντα πριν ακόμα γυρίσεις. Μπας και μικρύνει ο δρόμος κι έρθεις νωρίτερα.

30/1
Με βγάζεις από το πόρτ μπαγκάζ. Μου λες, «έλα, πάμε πίσω στο σπίτι.»

28/2
Ο καιρός περνάει.

20/3
Θύμισέ μου να αναρρώσω.

ε.σ.

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Ιστορία της λέξης


Ήταν κάποιος που μισούσε τις σιωπές. Όλες τις σιωπές. Της αμηχανίας, της έκπληξης, του έρωτα, της μοναξιάς, της πόλης, του δωματίου μετά τις δύο τα ξημερώματα, της εντατικής, της αμνησίας, της κουβέντας, της άγνοιας, της μνήμης, του χορού, της αναχώρησης, του χωρισμού, της αϋπνίας, της δειλίας, της οργής, της φυγής, του μίσους, του πόνου, της ζητιανιάς, του χαδιού, της τυφλής γυναίκας στη Σταδίου, του κοιμισμένου, του κρεμασμένου, της καταστροφής, της λεηλασίας, του καμένου χωριού των Βαλκανίων, της προδοσίας, της ρουφιανιάς, του βιασμένου σώματος, του τρομαγμένου βλέμματος. Όλες τις σιωπές. Κυρίως τις δικές του σιωπές. Κυρίως αυτές. Αυτές που θα μπορούσαν να φανερώσουν με τον πιο καταφανή, έκδηλο, αδιάψευστο, ακλόνητο και αδιάσειστο τρόπο την αδυναμία του και την κενότητα που επεκτεινόταν σταδιακά στις αισθήσεις του και σιγά- σιγά κυρίευε ολόκληρο το σώμα του. Τις σιωπές οι οποίες είχαν την αδιαφιλονίκητη δύναμη να καταστρέψουν όλες του τις απόπειρες και να διαλύσουν σε εκατομμύρια θραύσματα τους καθρέφτες της εικόνας που σχημάτιζε για χρόνια τώρα. Ένα πάζλ χωρίς τέλος και αρχή σε ένα μόνο χρώμα και μια τονικότητα. Έτσι, γινόταν όλος ένα τεράστιο στόμα από όπου ξεχύνονταν ένας σωρός ρήματα, επιρρήματα, υποκείμενα, αντικείμενα, σύνδεσμοι και σημεία στίξης προφορικών ακατάληπτων αφηγήσεων. Οι προτάσεις παρατάσσονταν σε επιθετικούς προσδιορισμούς καθορίζοντας το πεδίο της οροθετημένης ζώνης του λόγου. Ή μάλλον, για να είμαι ακριβής, ενός νευρωτικού και επαναλαμβανόμενου λογυδρίου χωρίς διακοπές, ώστε να μην αποκαλυφθεί περίτρανα ο καθοριστικός ρόλος όπου είχαν διαδραματίσει στην εξέλιξη του και στη ζωή του ολόκληρη οι (αν-)ασφάλειες και οι ενοχές. Κάθε παραμικρή και ασήμαντη κίνηση κάθε λέξη που είχε ξεστομίσει. Μιλούσε έτσι ακατάπαυστα, μόνος στο σπίτι και στο δρόμο και στο λεωφορείο και στις δημόσιες τουαλέτες. Ήταν η εποχή της ανακατάληψης του χαμένου εδάφους. Μια επεκτατική λεξιλογική κίνηση η οποία στόχευε όλα τα μέτωπα. Διέκοπτε ακόμα και τον εαυτό του. Σήμερα σηκώθηκε νωρίς από τους θορύβους του δρόμου της λαϊκής. Κάλεσε σπίτι κόσμο. Γνωστούς και φίλους, κυρίως όλους εκείνους που τον ξεχνούσαν τον προηγούμενο χρόνο. Έφτιαξε φαγητό με τα ίδια του τα χέρια. Καθάρισε, έπλυνε, ξεζούμισε, έβρασε, σέρβιρε. Τη γλώσσα του κι όλες τις λέξεις, με πατάτες στο φούρνο. Η βραδιά έκλεισε με μια παρατεταμένη κραυγή στην ταράτσα των φλύαρων μικροαστικών ιστοριών από το στρατό, την πρώτη φορά, κάποιες διακοπές με μια κοριτσοπαρέα, τη δουλειά, τη γειτονιά και τα καθημερινά σήριαλ, τα κουτσομπολιά της διπλανής πόρτας. Μια κραυγή στα παράθυρα μιας παγωμένης, χυδαίας λέξης. Της σιωπής.

α.κ.

Νitrogen narcosis


Στις γιορτές συνηθίζω να βγάζω κάποιες ημέρες απ’ το ημερολόγιο.
Τις χρησιμοποιώ για να διορθώσω τα λάθη της υπόλοιπης χρονιάς.
Καμιά φορά στρέφω το κεφάλι μου πίσω και σκαρφίζομαι τρόπους να βγω απ’ το κάδρο.
Τα απογεύματα όμως,
ήμασταν όλοι εκεί,
μια τεράστια οικογένεια,
έρχονταν ακόμα κι αυτοί που είχαν πεθάνει γιατί η παρουσία σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις ήταν υποχρεωτική.
Για να περάσει η ώρα, η μητέρα μου έστρωνε να κοιμηθώ στο πλατύσκαλο. Ύστερα έρχονταν τα παιδιά και ξέστρωναν τις κουβέρτες μου για να γελάσουν.
Τελικά ποτέ δεν είχα ένα μέρος να κοιμηθώ
κι ας ήμουν εγώ που κανόνιζα εκείνες τις συγκεντρώσεις.
Δε διαμαρτύρομαι για τις ωραίες ιδέες.

ε.σ.

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

Μια νύχτα, πολύ παλιά



Πράσινες σατέν κορδέλες αγωνίζονται για μια πιο αξιοπρεπή θέση μέσα στο σύμπαν. Καμιά φορά απογοητεύονται και πέφτουν. Πάμε λίγο πιο πίσω. Τι γύρευα εκεί; Κάποιος με τράβηξε απ’ το μπουφάν και μ΄ έβαλε με τη βία στο ξένο όνειρο.



Πολύχρωμοι κύκλοι στον αέρα. Ουράνιο τσίρκο. Εσύ μουρμούριζες κάτι τραγούδια ξεχασμένα, κανείς δεν κατάλαβε πως τις πληγές τις έκανα μόνη μου με μυστικό όπλο. Τώρα δεν μπορώ να κουνηθώ, θα περιμένω τις πρώτες βοήθειες.



Ένα κορίτσι ακρωτηριασμένο, καθισμένο στην άκρη του κύματος προσπαθεί ν’ αγκαλιάσει τον κόσμο. Ύστερα ο Θυμός. Άναψε ένα ακόμα τσιγάρο, είμαι το αντίθετο της Θύμησης, είπε. Το άλλο της γένος κι ίσως το άλλο μισό της. Στο μεταξύ, οι προθέσεις κροτάλιζαν τόσο δυνατά, που σκέπαζαν το ρολόι.
ε.σ.

Ιστορία Εποχής Κυνηγιού





Ήταν κάποιος που έβλεπε όνειρα χωρίς να κοιμάται...Στριμωγμένος στο κρεβάτι του έφτιαχνε ροές εικόνων και ήχων και θραύσματα από ιστορίες. Ήταν ένας τρόπος χωρίς σχέδιο και πρόγραμμα. Κάτι που συνέβαινε τυχαία στα ερείπια της συνείδησης...
Ένα βράδυ, πετούσε στο δωμάτιο με την πόρτα μισάνοιχτη για να μη συγκρουστεί με το κρεβάτι και την ντουλάπα και την πολυθρόνα. Κάποιος περαστικός ή γείτονας νόμισε ότι ήταν πουλί και τον πυροβόλησε στο δεξί φτερό. Ήταν η εποχή της θήρας και η πόλη είχε γεμίσει ένοπλους κυνηγούς...Προσγειώθηκε στο κρεβάτι, ενώ το τραυματισμένο φτερό του πλημμύρισε το δωμάτιο με φόβους, αντικείμενα καθημερινής χρήσης , ένα κινητό τηλέφωνο που άρχισε να χορεύει σαν ξεχαρβαλωμένο, ένα βιογραφικό σημείωμα που γέλαγε ακατάπαυστα, ένα πιστολάκι που φυσούσε παγωμένο αέρα στην λεκάνη, το ποδήλατο που είχε φύγει από το σπίτι μικρός, δύο κουτιά με φάρμακα, ένα τραγούδι που του χάρισε κάποιος που χτύπησε σε ένα τροχαίο, ένα λυγμό από μια γυναίκα που αγαπούσε πολύ, αλλά το έβαλε στα πόδια όταν εκείνη έμεινε έγκυος και σλόγκαν διαφημίσεων για τα λευκά του δόντια και τα βρώμικα εσώρουχα του και πολλές άπειρες ειδήσεις από το δελτίο των 8 και ένα σκισμένο χάρτη του κόσμου και μια γέφυρα που κοίταζε όλη τη μέρα χτες και μια πτώση που ετοίμαζε χρόνια τώρα, σε όλα τα ύψη της πόλης και όλα τα υπόγεια της μοναξιάς του...Το μόνο που δεν μπορούσε να καταλάβει, ήταν ποιά ήταν εκείνη ακριβώς η στιγμή που έβγαλε φτερά...Πριν ή αφότου εμφανίστηκε ο κυνηγός;

α.κ.

Φιλοξενούμενος για δεύτερη φορά... Μάνος Βαρυπάτης


...όμως ξέρεις,
τα όμορφα ιστιοφόρα
κρύβουν τη θάλασσα
η ανάγκη την επιθυμία
τα μάτια σου
τον απέραντο κόσμο
κι εγώ λογικός
γι' αυτό χωρίς ποίηση.

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2009

hands up? I surrendered



Συνηθίζω να σηκώνομαι απ' το κρεβάτι όταν όλα τα ρολόγια δουλεύουν λάθος. Σου κλείνω τότε ένα ραντεβού, κι αργώ, αργώ πολύ, χρόνια πολλά να έρθω.
Δεν ξέρω για σένα,
αλλά εγώ μια φορά
πολύ στεναχωριέμαι.

ε.σ.

Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

Καθ' οδόν.

the end of laughter


‘Φύγε’, της είπε. ‘Φύγε από δίπλα μου, γιατί εγώ θέλω το φως αναμμένο. Κι εσύ, είσαι πολύ κουρασμένη, φύγε.’ Αυτά της είπε και την έδιωξε. Το ίδιο βράδυ πέθανε ολομόναχη, με το φως αναμμένο.


Δεν ήμουν μπροστά, το ξέρω όμως, το άκουσα. Το ‘λεγαν κάτι κορίτσια που κάθονταν μπροστά στην εκκλησία κι έκοβαν τα δάχτυλα των χεριών τους για να βγουν καινούργια, καλύτερα. Ομορφότερα και πιο μακριά. Τους το ‘χε πει, λέει, ένας άγγελος, πως αυτό γίνεται δηλαδή, και πως αν θέλουν, μπορούν να το κάνουν. Μετά εκείνος έφυγε περπατώντας.
Τα κορίτσια περίμεναν, το καλοκαίρι κάτω από τον ήλιο, το χειμώνα μες στον αέρα και το χιονόνερο.
Καμιά φορά έβγαιναν τα καινούργια δάχτυλα κι η ζωή συνεχιζόταν κανονικά.
Καμιά φορά όμως, η αναμονή σκοτώνει.
Κι οι άγγελοι πουθενά, να τους ζητήσεις το λόγο.

ε.σ.

Μια παράξενη κατάρα.


Και θα μ΄απαρνιέσαι εμένα πάλι και πάλι εμένα τον πρώτο έρωτα θα τον απαρνιέσαι ξανά και ξανά και οι δείκτες του ρολογιού να γυρίζουν εγώ να βουτάω μέσα στο χρόνο έξω από το χρόνο μέσα στο σώμα έξω από το σώμα και θα με παρακαλάς να μείνω και εγώ θα φεύγω θα έχω ήδη φύγει. Στην αρχή ένα βλέμμα έπειτα απόφαση στη συνέχεια βήμα κι άλλο βήμα και το βήμα να στρέφεται αλλού, αντίθετα να ξεμακραίνει και ότι ειπώθηκε να ξεθωριάζει και να γίνεται ένας ήχος υπόκωφος στο πίσω μέρος του μυαλού, να κρύβεται απ΄αυτή τη νέα επιθυμία αυτού του άλλου σώματος για το αλλού και θα με επιθυμείς αλλά δε θα είμαι πια εκεί και οι δείκτες του ρολογιού να γυρίζουν εγώ να βουτάω μέσα στο χρόνο έξω από το χρόνο μέσα στο σώμα έξω από το σώμα και θα προσπαθείς να θυμηθείς με λύσσα τη μυρωδιά μου και θα την αναζητάς σε όλα τα σώματα και θα λαχταράς να βουτήξεις στο βλέμμα μου τη ματιά σου αλλά εγώ θα ταξιδεύω τα μάτια μου σε νέα τοπία και σε μια οικεία γεύση θα θυμάσαι τη γεύση των φιλιών μου χωρίς τα φιλιά μου χωρίς εγώ να είμαι, η γεύση της απουσίας μου στο στόμα σου και οι δείκτες του ρολογιού να γυρίζουν εγώ να βουτάω μέσα στο χρόνο έξω από το χρόνο μέσα στο σώμα έξω από το σώμα και τα χέρια σου θα μουδιάζουν χωρίς να χαϊδεύεις τα μαλλιά μου, χωρίς το σώμα μου να αγγίζεις…Και θα ακούς άπειρους ήχους κάθε μέρα. Το τηλέφωνο, αυτοκίνητα, μουσικές. Όχι εμένα όμως. Όχι τη φωνή μου. Εγώ εκεί. Όχι πια. Σ΄έχει στοιχειώσει μια παράξενη κατάρα. Η κατάρα των πέντε αισθήσεων. Καταραμένη η απουσία μου!

α.κ.

Κυριακή 5 Ιουλίου 2009

Το γράμμα


«Υπάρχουν λέξεις που άργησα να πω και επιθυμίες που δεν βρήκαν δρόμο στη φωνή, υπάρχουν βλέμματα που δεν είδες και δάκρυα που δε σκούπισες στο μάγουλο και το πρόσωπο μου, υπάρχουν μέρες που δεν ήσουν εκεί και μέρες που ήρθες ενώ είχα πια συνηθίσει την απουσία σου, υπάρχουν φορές που όλα ήταν ίδια και φορές που όλα ξάφνου γίνονταν μαγεία, υπάρχουν χάρες που μου αρνήθηκες και χαρές που μου χάρισες απλόχερα, υπάρχουν στιγμές που με στήριζες ενώ δεν ήσουν εκεί και στιγμές που ήσουν εκεί μα δε μπορούσα να σε δω, υπάρχουν απουσίες σου που μίσησα και θέλησα να εκδικηθώ και παρουσίες σου που δε χόρταινα και θα μείνω πάντα αχόρταγη και διψασμένη για σένα και όλα σου τα με και όλα τα μικρά και τα μεγάλα σου, όλους τους φόβους και όλες τις σιγουριές σου, υπάρχουν δρόμοι μας που δεν συναντηθήκαμε και αποφασίσαμε μοναχικές διαδρομές κι όμως για εμάς μωρό μου υπάρχει ένας τόπος δικός μας, ολόδικος μας που θα μπορούμε να είμαστε μαζί, υπάρχουν σταυροδρόμια που χανόμαστε και σταυροδρόμια που ίσως κάποτε συναντηθούμε πάλι αλλαγμένοι, καινούργιοι, διαφορετικοί, έτοιμοι μα και διστακτικοί όχι για να επιστρέψουμε, αλλά για να φτιάξουμε πάλι κάτι δικό μας, θα φιληθούμε και τα χείλη μας θα καούν, θα κοιταχτούμε σα να είναι η πρώτη φορά και θα φτιάξουμε κάτι όμορφο και απλό, ίσως πάλι επιστρέφουμε μόνοι σε ένα συναίσθημα παλιό και μόνοι πάλι να το ξεπερνάμε ψάχνοντας σε νέα πρόσωπα και αγκαλιές να αγγίξουμε κάτι από ότι αφήσαμε, υπάρχουν λοιπόν σ΄ αγαπώ που δε σου είπα γιατί φοβήθηκα και λέξεις που ψιθύρισα γιατί δεν είχα τι να πω, υπάρχουν στιγμές που θέλω να σε κρύψω μέσα μου και στιγμές που ξέρω πως πρέπει να φύγεις…Καλό δρόμο…»

α.κ.

no pencils for the poor


Καμιά φορά- χωρίς να το θέλω- σκέφτομαι πως κάποτε δε θα χρειάζεται να γράφω γιατί δε θα έχω τίποτα να γράψω. Τότε θα αγοράσω ένα κλουβί κι αυτό θα περιφέρεται μόνο του από δωμάτιο σε δωμάτιο, κι όταν θα ‘χω κέφια θα το βγάζω βόλτα στο δρόμο κι ύστερα κάποιος θα φωνάξει Έ! Εσύ! Ποιός θα είναι αυτός και γιατί δεν θα ξέρει το όνομά μου; Δε θα γυρίσω. Θα είμαι μόνη, με κάτι ρούχα πολύ παράταιρα μεταξύ τους, που καθόλου δε θα με κολακεύουν κι έτσι καθόλου δε θα σ’ αρέσω, καθόλου γιατί θα ‘χω μπερδέψει τα νούμερα και τα χρώματα, δεν θα ξέρω γιατί στο διάολο τα αγόρασα, θα ‘χω ξεχάσει να φορέσω παπούτσια και θα κρυώνω. Θα σκέφτομαι πως κάποτε δεν ήταν έτσι τα πράγματα αλλά δε θα μπορώ να θυμηθώ πότε και γιατί άλλαξαν. Θα φυσάει, θα μπλέκομαι μέσα σε φύλλα σε χαρτιά και νάυλον σακούλες. Ύστερα θα παίρνω αγκαλιά έναν τέλειο κύκλο, ένα τιμόνι ολοστρόγγυλο και θα φεύγω από δω. Δε θα ψάχνω για βενζινάδικο γιατί θα ‘χω ήδη φροντίσει να φορτωθώ στην πλάτη μου χιλιάδες λέξεις και σκέψεις προς καύσιν και θα τρέχω, θα τρέχω ώσπου να μου κοπεί η ανάσα, και τότε θα ‘ναι που θα ‘χω ήδη φτάσει. Χωρίς μολύβι πια.
Δεν θ' αργήσω.

ε.σ.

Τρίτη 19 Μαΐου 2009

ο τυχερός



Το πρωί σταματάνε στα φανάρια, χαμογελούν, ψιθυρίζουν, πηγαίνουν στο περίπτερο, αγοράζουν ασπιρίνες, τις καταπίνουν με μανία, πιάνουν δουλειά, χαιρετάνε, φιλιούνται σταυρωτά, καμιά φορά υποκρίνονται. Τα μάτια τους βγάζουν φωτιές, τα στόματά τους χολή, ύστερα από λίγο οι φωτιές σταματούν. Τα μάτια τους άδεια, κάτασπρα, κατάμαυρα, τα μάτια τους δεν υπάρχουν, δυο τρύπες, μέσα στους το χάος, οι άνθρωποι, η πόλη. Τίποτα.
Το απόγευμα βγάζουν από τις τσέπες τους μεγάλες πρόκες, αρχίζουν να καρφώνουν στις πόρτες στα παγκάκια στα δέντρα αρνητικά, μακρόστενες λωρίδες γεμάτες εικόνες κατακλύζουν την πόλη, ανεμίζουν με θόρυβο, γεμίζει ο κόσμος φωτογραφίες που αρνούνται να εμφανιστούν. Θροΐζοντας το απραγματοποίητο- κάποτε- δεδομένο της εμφάνισής τους. Κάποια περισσεύουν. Μαζεύονται τότε καμιά δεκαριά απ’ αυτούς, τα παίρνουν, τα κολλάνε, φτιάχνουν μια σημαία. Τρέχουν στο λιμάνι, βρίσκουν ένα τεράστιο πλοίο, ο ένας ανεβαίνει στο κατάρτι, την κρεμάει. Ο άλλος σπάει στην πρύμνη ένα μπουκάλι γαλλική σαμπάνια, η τσιμινιέρα σφυρίζει υπερήφανη κι οι υπόλοιποι μας χαιρετίζουν σαλπάροντας για την άλλη άκρη της γης.

Καλό ταξίδι, φωνάζει αυτός που έμεινε πίσω.

(ε.σ.)

Δευτέρα 18 Μαΐου 2009

δυο κουβέντες για το αντίθετο του τοίχου



Είσαι εδώ. Στέκεσαι στην πόρτα. Στέκομαι στο πλάι σου. Πλάι μου εσύ, μόνο ανασαίνεις. Ακούω την ανάσα σου. Ακούς την αγωνία μου; Ακούω τα βήματά σου καθώς περπατάς πάνω στον τοίχο. Περπατάς, περπατάς, ύστερα παίρνεις μια βαριά και τον γκρεμίζεις. Μετά όλα ήρεμα, όλα εν τάξει. Νομίζω όμως ότι μου άρεσε ο τοίχος. Αυτός που γκρέμισες. Έτσι νομίζω. Νομίζω ότι μου άρεσε κι ο ήχος. Από τη βαριά. Έτσι λέω, νομίζω. Και καμιά φορά- μην το πεις πουθενά- νομίζω ότι ανάβουν πολύχρωμες λάμπες στις εισόδους των γύρω σπιτιών κι ακούγονται από μέσα τέτοια ίδια γκρεμίσματα και γέλια. Και καμιά φορά- πιο σπάνια- και ουρλιαχτά και κλάματα. Γιορτή είναι αυτό; Δε νομίζω, δε γνωρίζω ακόμα, μόνο υποθέτω.
Προς το παρόν σβηστά όλα τα φώτα. Το φιλμ καμένο. Οι τοίχοι στη θέση τους. Μόνο καληνύχτες.
(ε.σ.)

Κυριακή 3 Μαΐου 2009

Εγγραφή 5




είδα πρόσωπα/όλα μάτια/ζευγάρια μάτια/τεράστια/χωρίς εικόνες/να ρουφάνε μπερδεμένα κουβάρια/ύλης/και δάκρυα παγωμένα σε μάτια μεταναστών/γεμάτα μάτια δρόμους/απλωμένη μπουγάδα να στεγνώσουν τις μνήμες/διευρυμένο άνοιγμα σε έγκλειστο χώρο/είδα ζωγραφισμένο πρόσωπο σε χαρακωμένο καμβά/να ψάχνει για ένα βράδυ ακόμα/κόκκινο και αρωματισμένο/σώματα/ψέματα/επιθυμίες/αρνήσεις/δύο και δύο/ή άλλοι συνδυασμοί των τεσσάρων/ γυρίζω πάλι σε υγρό σώμα/ύπνο κουβάρι/κουρασμένο και κουλουριασμένο μυαλό/στα χέρια σου.

(α.κ.)

Φως



Παντού και πάντα φως, ν’ ακούμε μια ζωή τις ίδιες μελωδίες. Για τη μνήμη αυτά. Εις μνήμην άλλα. Πνιγμός ο χρόνος σαν απελπισμένο δάκρυ που δεν το είδε κανείς, παρ’ όλο που θα ήθελα κάποιος να το προσέξει. Να έρθει ο κόσμος να μας ρωτήσει γιατί κλαίμε κι εμείς να πάμε για ύπνο ήσυχοι. Σίγουροι πως κάποιος νοιάζεται για μας, με λίγη θέληση θα ονειρευτούμε απόψε. Θα ονειρευτούμε πολλά χαρτιά και λέξεις. Όχι αληθινά, μόνο ψεύτικα, μόνο ψέματα τώρα και πλήξη. Για τους ανεκπλήρωτους έρωτες, γι’ αυτούς θα πάρω τα κουφάρια σας απ’ τη μέση, τα κουφάρια μας απ’ την άκρη, να καθαρίσει ο ουρανός. Θέλουνε κι άλλοι να κοιτάξουνε τ’ αστέρια. Έτσι παραμερίζω τον εγωισμό και λέω μπράβο σ’ αυτούς που καίγονται πιο εύκολα απ’ τα τσιγάρα. Ξεκίνα, εδώ είμαι. Κι αν πηγαίνω καμιά βόλτα γύρω απ’ τον εαυτό μου και τη θλίψη μας, εδώ θα ξανάρχομαι, να δοξάζω την απώλεια και την αϋπνία, τις ύψιστες αυτές αιτίες ύπαρξης.
(ε.σ.)

γιορτινό



Ζω τις ώρες που οι άλλοι αναπαύονται για να κερδίζω λίγη περισσότερη από την ενέργεια του κόσμου.
Σκέφτομαι πάντα πως δε σκέφτομαι κι ονειρεύομαι πως μια μέρα θα βρω όλα εκείνα που ξέχασες και θα στα στείλω.
Μακρινές οι αποστάσεις,
λίγα τα λουλούδια,
κέρνα με αν μπορείς κάτι να μου θυμίσεις τη φτώχεια μου.
Οι ημέρες μέσα στο καλειδοσκόπιο,
οι νύχτες μέσα στο μίξερ.
(ε.σ.)

Κυριακή 19 Απριλίου 2009

And when the planets die


Δυτικότερα της Δύσεως.
Νοτιότερα του Επιταφίου.
Αργότερα της Μέθης
της μέσης
της Μέσης Ανατολής
και της μέσης λύσης.
Όλες αυτές τις μέρες σκαρώνω ένα μεγάλο κόλπο.
Το ονόμασα νοσταλγία.
Απώλειες αντικαταστάσιμες. Να έρθεις πάλι.

(ε.σ.)

Έρχεσαι;


Περπατούσαμε μαζί.
Θυμάσαι;
Όπως τώρα. Σαν τώρα. Το θυμάμαι σαν τώρα.
Θυμάσαι;
Περπατούσα δίπλα σου, θυμάσαι;
Ήμασταν μαζί.
Θυμάσαι;
Δεν ήσουν εσύ.
Ήμασταν μόνοι.
Μόνοι στον κόσμο.
Όχι, όχι στον κόσμο.
Όχι, δεν ήσουν εσύ.
Στον κόσμο ολόκληρο.
Δεν υπήρχε ο κόσμος, τότε δεν υπήρχε άλλος κόσμος.
Ούτε αυτός εδώ
Υπήρχε.
Δεν υπήρχε.
Υπήρχε μόνο...
Μόνο που...
Μόνο τι;
Είναι δικός μου
Μόνο τι;
Άστον σου λέω
Είναι δικός μου
Δικός μου
Που τον βρήκες;
Δεν τον βρήκα εγώ, αυτός με βρήκε
Ήρθε και με βρήκε
Ήρθε
Τον βλέπεις;
Που είναι;
Έρχεται
Σιωπηλά
Ήσυχα
Έρχεται μέσα στη σιωπή και λέει....
Και μετά λέει...
Η ησυχία.
Κι εκείνη λέει:
Δώσε μου ένα λόγο να ντραπώ
ούτως ώστε να εμπλουτιστεί αυτή η σκέψη.
Και εξήλθε
εκ της φλογός και
δε σημάδεψε ούτε τον καθρέφτη
ούτε τον πόνο.
Αλλάζω λοιπόν την γραφή
ετούτη
και την κάνω γέλια ή
γάλα μητρικό.
Η σιωπή φονική
Αυτό ήταν.
Σκοτώθηκα
Βγες, δεν έρχεται κανείς.
Με σκότωσε
Βγες σου λέω, τελείωσε.
Έφυγε;
Έρχεται.
Σιωπή!
Η σιωπή με σκότωσε
Με σκότωσες, εσύ, εσύ με σκοτώνεις.
Πως να το πω αλλιώς,
οι δείχτες του ρολογιού
κρεμασμένοι στον τοίχο.
Το λουκέτο χωρίς κλειδί.
Μια συλλογή από καταφάσεις.
Κάνε μου λίγο χώρο
Λίγο χώρο μόνο
Κάνε μου λίγο χώρο
μέσα στο χάος.

(ε.σ.)

Ιστορία δολοφόνου


Ήταν κάποιος που ένα βράδυ έπεσε στο κρεβάτι και ξύπνησε όρθιος, κοιτάζοντας κατά πρόσωπο ένα δωμάτιο με καθρέφτες. Ήταν η εποχή του εμφυλίου. Οι γνωστοί, χρόνια τώρα, τον φώναζαν «δολοφόνο», αλλά ποτέ δεν κατάλαβε γιατί. Ίσως εκείνα τα βατράχια που είχε σκοτώσει μικρός στις όχθες ενός χειμωνιάτικου ποταμού. Ίσως πάλι όχι. Στάθηκε όρθιος πιέζοντας δυνατά τα πόδια του στο πάτωμα. Δεν κοιμόταν. Ξαφνικά, ένιωσε μια παγωμένη αίσθηση αντικειμένου πάνω στο πίσω μέρος του λαιμού του, ακριβώς στο σημείο κάτω από το δεξί του αφτί. Γύρισε το κεφάλι απότομα...Κι έπειτα ένας κρότος. Σαν πυροβολισμός. Μετά θραύσματα δωματίου στο χώρο από παγωμένα κομμάτια θλιβερών αντανακλάσεων. Κι έπειτα... Η επανάληψη... Η επανάληψη...Να στρέφει το πρόσωπό του, ένας ήχος... και Να στρέφει το πρόσωπό του, ένας ήχος... και Ήταν κάποιος που ένα βράδυ έπεσε στο κρεβάτι και ξύπνησε όρθιος κοιτάζοντας κατά πρόσωπο ένα δωμάτιο με καθρέφτες. Ήταν η εποχή του εμφυλίου. Οι γνωστοί, χρόνια τώρα, τον φώναζαν «δολοφόνο», αλλά ποτέ δεν κατάλαβε γιατί. Ίσως εκείνα τα βατράχια που είχε σκοτώσει μικρός στις όχθες ενός χειμωνιάτικου ποταμού. Ίσως πάλι όχι. Στάθηκε όρθιος πιέζοντας δυνατά τα πόδια του στο πάτωμα. Δεν κοιμόταν. Ξαφνικά, ένιωσε μια παγωμένη αίσθηση μέσα στην παλάμη του δεξιού του χεριού, ανάμεσα στα δάχτυλα. Οι πολλαπλοί καθρέφτες και οι ψυχρές αντανακλάσεις εαυτού με το δεξί χέρι υψωμένο, σχηματίζοντας ορθή γωνία με τον κορμό. Το χέρι του δείχνοντας το είδωλο. Το είδωλο σημαδεύοντας το πρόσωπο. Το πρόσωπο, σε έναν ψυχρό πολλαπλασιασμό πάνω σε συμπαγή θραύσματα σε ένα παράξενο γυαλιστερό σύμπλεγμα που συνήθως ονομάζεται «καθρέφτης». Κι έπειτα ένας πυροβολισμός. Και μετά, κομμάτια αποσπασμένα από σκληρό σώμα με θραύση, ιπτάμενα στο χώρο σε αργή κίνηση. Κομμάτια κρύων πένθιμων αντανακλάσεων. Σε επανάληψη...Το ίδιο καρέ να αντικατοπτρίζεται, να αντανακλάται, να ανατυπώνεται, να αναπαράγεται... «Σατανική η επανάληψη των ένοχων ιστοριών μας». Είπε ένας απλός δολοφόνος ομοιώματος εγκλεισμού...
(α.κ.)

Time Zero



Χείλη κόκκινα πεταμένα
στο πάτωμα
το λάθος φιλί
χυμένο στον ουρανό
στο δρόμο
ψοφίμια
Το ρολόι αποκτά στόμα και λέει
σώθηκα
Εσείς με σώσατε.
Θα σταματήσω εδώ, λοιπόν.
Ευχαριστώ.

Αυτό ήταν.
Το τέλος του χρόνου

(ε.σ.)

Τετάρτη 1 Απριλίου 2009

Φιλοξενούμενος... Πάνος Χριστοδούλου- 12η έκθεση του Άλκη

«Στο σχολείο συζητήσαμε για
τις εφευρέσεις και τις ανακαλύψεις
που άλλαξαν την ιστορία του κόσμου.
Αν ήσουν εφευρέτης, τι θα
δημιουργούσες ώστε να γίνει
καλύτερη η ζωή μας;»


Εγώ δε θέλω να γίνω εφευρέτης, είναι μεγάλος μπελάς! Άλλωστε, σας είπα τι θέλω να γίνω στην προηγούμενη έκθεση. Πάντως, αν με το ζόρι έπρεπε να γίνω εφευρέτης, αυτό που θα ήθελα να φτιάξω και θα έκανε καλύτερη τη δική μου ζωή θα ήταν το κουμπί της γνώσης. Το κουμπί της γνώσης θα ήταν η τέλεια εφεύρεση, γιατί εγώ θα το πατούσα και θα μάθαινα όλα τα μαθήματα του σχολείου (και ιδιαίτερα τα μαθηματικά). Με αυτό το κουμπί δε θα χρειαζόταν να διαβάζω και να κουράζομαι. Μάλιστα, αν έφτιαχνα εγώ ή κάποιος άλλος εφευρέτης αυτό το κουμπί και το είχαν όλα τα παιδιά και το πατούσαν, δε θα χρειαζόταν να διαβάζει κανείς και θα μπορούσαμε να σταματήσουμε το σχολείο και να έχουμε συνέχεια διακοπές.
Aυτό θα έκανε καλό και στον τουρισμό μας, γιατί οι γονείς μας θα μας πήγαιναν σε περισσότερα μέρη και θα μέναμε σε ξενοδοχεία και θα τρώγαμε σε ταβέρνες κι έτσι δε θα έβγαιναν στις τηλεοράσεις να γκρινιάζουν οι ξενοδόχοι και οι ταβερνιάρηδες ότι τα δωμάτιά τους και οι ταβέρνες τους μένουν άδειες και ότι περνάνε κρίση κι ούτε θα φώναζαν:
«Αίσχος! Πού είναι το κράτος;»
Eπίσης, αν σταματούσαμε το σχολείο, χάρη σε αυτήν την τέλεια εφεύρεση, δε θα υπήρχε λόγος να ξυπνάμε τόσο πρωί (που είναι πάρα πολύ βάρβαρο) και ούτε θα τρέχαμε από το πρωί στους δρόμους όλο βιασύνη και άγχος με τα αυτοκίνητα των μπαμπάδων μας και των μαμάδων μας ή με τα σχολικά. Έτσι δε θα είχαμε κορναρίσματα και νεύρα ούτε η μαμά μου θα χρειαζόταν να βρίζει τους άλλους οδηγούς, που η αλήθεια είναι ότι αυτοί κάνουν την αρχή, γιατί της κορνάρουν και τη μουντζώνουν που δεν ξεκινάει αμέσως μόλις το φανάρι γίνει πράσινο.
Γενικά, θα μειωνόταν η κίνηση, επιπλέον η ζωή όλων, που περνάνε το πρωινό τους στους μποτιλιαρισμένους δρόμους, θα γινόταν πιο εύκολη και δε θα χρειαζόταν πια οι δημοσιογράφοι από τα κανάλια να πηγαίνουν στα παράθυρα των αυτοκινήτων και να ρωτάνε τους οδηγούς:
«Πείτε μας, έχει πολλή κίνηση;»
Oύτε αυτοί θα χρειαζόταν να απαντάνε με θυμό:
«Μα δε βλέπετε; Tρεις ώρες είμαι στο ίδιο σημείο! Αίσχος! Πού είναι το κράτος;»
Όμως, τώρα που το σκέφτομαι, αν εφεύρω αυτό το κουμπί της γνώσης κι έτσι κλείσουν τα σχολεία (γιατί πια δε θα είναι απαραίτητα), θα χάσετε, κυρία, τη δουλειά σας! Και όχι μόνο εσείς, αλλά όλοι οι δάσκαλοι! Aυτό όμως δεν είναι καθόλου καλό, γιατί εγώ δε θέλω να μείνει κανείς χωρίς δουλειά. Άλλωστε, κι ο θείος μου ο Γιάννης λέει ότι δεν είναι εύκολο τη σήμερον ημέρα να βρεις δουλειά, με την ανεργία που υπάρχει, κι ότι εγώ είμαι τυχεράκιας που θα πάρω τη δουλειά του πατέρα μου. Όμως εγώ του απάντησα ότι δε θέλω να είμαι τυχεράκιας, γιατί δε θέλω τη δουλειά του πατέρα μου (είπαμε, θέλω να γράφω παραμύθια!), και, αν θέλει ο θείος Γιάννης, ας την πάρει αυτός που δεν έχει, για να πάψει και η μαμά μου (η αδελφή του, δηλαδή) να λέει, όταν εκείνος δεν είναι μπροστά, ότι είναι τεμπέλης και ότι θα πέθαινε στη ψάθα, αν ο πατέρας τους (ο παππούς μου ο Λευτέρης, δηλαδή) δεν του είχε αδυναμία και δεν του έδινε τα νοίκια από την πολυκατοικία στη Σόλωνος.
Κι ύστερα, κυρία, αν μένατε εσείς οι δάσκαλοι χωρίς δουλειά, θα αναγκαζόσασταν να βγείτε στους δρόμους και να κάνετε πορεία, όπως κάνουν κάθε μέρα όσοι ψάχνουν το δίκιο τους. Κι έτσι, πάλι θα γινόταν μποτιλιάρισμα στους δρόμους και οι οδηγοί θα κορνάρανε και θα φωνάζανε:
«Αίσχος! Πού είναι το κράτος; Πώς θα πάμε στις δουλειές μας;»
Και οι διαδηλωτές θα φώναζαν:
«Αίσχος! Πού είναι το κράτος, που δίνει άδεια στον Άλκη με την εφεύρεσή του να μας αφήνει χωρίς δουλειά!»
Eπειδή, λοιπόν, δε θέλω καθόλου η εφεύρεσή μου να δημιουργήσει τέτοια προβλήματα, καλύτερα να βρω μια άλλη!
H αλήθεια είναι ότι είχα βρει μια άλλη εφεύρεση και νόμιζα ότι ήταν η καλύτερη! Είχα σκεφτεί από μόνος μου ότι θέλω να εφευρεθεί ένα φάρμακο (να είναι σιρόπι με γεύση σοκολάτα), που θα το δίνουν οι γιατροί σε όλο τον κόσμο κι έτσι δε θα αρρωσταίνει και δε θα γερνάει κανείς. Αυτό το σιρόπι σίγουρα θα έκανε τη ζωή όλων καλύτερη, γιατί έτσι δε θα χρειαζόταν να πεθάνει κανείς, κι όλοι θα είμασταν ευτυχισμένοι. Μάλιστα, θα μπορούσαμε να φτιάξουμε και ένα παρόμοιο φάρμακο για τα ζώα (ίσως με άλλη γεύση, γιατί δεν ξέρω αν τους αρέσει η σοκολάτα). Έτσι, δε θα πέθαινε ο κύριος Ψι, ο γάτος της Μαρίας, που εγώ ποτέ δε συμπάθησα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι έπρεπε να πεθάνει, γιατί στενοχωρήθηκε πολύ η Μαρία.
Mε αυτά τα καταπληκτικά σιρόπια, η Μαρία και όλος ο κόσμος θα ήταν ευτυχισμένοι. Κι εγώ θα ήμουν ακόμη πιο πολύ ευτυχισμένος, γιατί χάρη στο σιρόπι μου δε θα είχαν αρρωστήσει η νονά μου και η θεία μου, ούτε θα είχαν πεθάνει. Kι έτσι θα συνεχίζαμε να περνάμε τα καλοκαίρια μαζί και να κάνουμε καλαμπούρια στο εξοχικό μας. Mε αυτό το σιρόπι, ούτε η γιαγιά μου θα γερνούσε και θα μπορούσε να πάει το ταξίδι στην Αυστραλία (που τόσο ονειρευόταν από νέα κοπέλα), ενώ τώρα δεν μπορεί να πάει ούτε μέχρι την τουαλέτα μόνη της!
Όμως, ο παππούς μου ο Μιχάλης λέει ότι δεν είναι σωστό να γίνει κάτι τέτοιο. Εντάξει, συμφωνεί ότι πρέπει η επιστήμη να κάνει καλύτερη τη ζωή των ανθρώπων γιατρεύοντας ασθένειες, αλλά δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει θεός, κάνοντας τους ανθρώπους αθάνατους.
«Μα, δε θα ήθελες να ζήσεις για πάντα;» τον ρώτησα.
Eκείνος μου απάντησε πως δε θέλει, γιατί θα ήταν αφύσικο. Τίποτα στη φύση δε διαρκεί για πάντα. Ο προορισμός μας, λέει ο παππούς μου, είναι να ζούμε με αξιοπρέπεια και σεβασμό στη φύση και στους συνανθρώπους μας, να κάνουμε τον κύκλο μας και να φεύγουμε από τη ζωή χαμογελώντας, με την ικανοποίηση ότι ζήσαμε καλά και προσφέραμε κάτι. Κι ύστερα, φαντάσου, μου λέει, να μην πέθαινε κανείς. Η γη δε θα μας χωρούσε και ούτε η τροφή θα ήταν αρκετή για όλους μας.
Τότε, σκέφτομαι εγώ, θα έπρεπε να βρω ένα χάπι, που θα το έτρωγαν όλοι και θα χόρταιναν· όμως δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά, γιατί κι αυτό το χάπι θα έπρεπε να έχει τη γεύση κάποιου φαγητού. Άντε τώρα να βρεις τη γεύση που αρέσει σε όλο τον κόσμο! Πατάτες τηγανητές; Σουβλάκι; Μακαρόνια με κιμά; Τα φαγητά της κυρίας Γιουσίφ;
Οπότε, καλύτερα να εφευρεθεί ένα άλλο χάπι, χωρίς γεύση, που να το καταπίνουμε από μωρά κι έτσι να μαθαίνουμε πώς να κάνουμε αυτό που λέει ο παππούς μου: να ζούμε με αξιοπρέπεια και σεβασμό στη φύση και στους συνανθρώπους μας. Αν μπορούσε να φτιαχτεί ένα τέτοιο χάπι, η ζωή όλων μας θα γινόταν καλύτερη· γιατί, χάρη σε αυτό, δε θα καταστρέφαμε τον πλανήτη μας, δε θα φερόμασταν άσχημα στα ζώα και στη φύση γενικά, δε θα θεωρούσαμε κάποιους συνανθρώπους μας κατώτερους, δε θα μισούσαμε κανέναν, δε θα σκοτώναμε κανέναν, ούτε άνθρωπο ούτε ζώο, δε θα κάναμε πολέμους, θα φερόμασταν σε όλους καλά και δε θα υπήρχε κανένας δυστυχισμένος, κανένας πρόσφυγας, ούτε ο Ναβίντ και η μαμά του.
Αυτό το χάπι, βέβαια, θα έπρεπε να το πάρουν πρώτοι οι γονείς μας και οι παππούδες μας, αλλά θα έπρεπε να δίνεται και σ’ εμάς από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Όμως, επειδή δεν ξέρω αν είναι δυνατόν ποτέ να το εφεύρω εγώ ή κάποιος άλλος εφευρέτης, μάλλον πρέπει, κυρία, εσείς και οι υπόλοιποι δάσκαλοι (που έχετε δουλειά, μιας και δε θα εφεύρω τελικά το κουμπί της γνώσης) να μας μαθαίνετε στο σχολείο αυτό που θα μας μάθαινε το σούπερ χάπι μου. Mήπως θα μπορούσε να γίνει αυτό στην ώρα των μαθηματικών;

-από το βιβλίο "Ο Ναβιντ δεν ήρθε για διακοπές", εκδ. Κέδρος

Εγγραφή 19



Γεννήθηκα την παγωμένη ώρα της σιωπής.
Το πρόσωπο μου θαμμένο σε μνήμες και άμμο.
Συχνά, ξεχνάω τις λέξεις.
Λησμονώ τη γραφή.
Στην αναρθρία ανακάλυψα δεύτερη χρονιά φέτος έναν τόπο να χωράω.
Χώρος ανάσας χωρίς κραυγές.
Χρόνος δεύτερος.
Στη γεωγραφία χρονικών οδοδεικτών ολισθαίνω διαρκώς στη ζαβολιά.
Τρίτη εποχή.
Τέταρτη.
Πέμπτη
Έκτη.
Μισώ την έβδομη ημέρα, και τις απαριθμήσεις ορόσημων.
Γεωπολιτική επανεφεύρεσης υπαρξιακών μύθων.

(α.κ.)

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2009

Καιρός για χάσιμο















Στριμωγμένες λέξεις δυστυχείς
δυστυχώς
τελικότητες διπλάσιες
ο χρόνος
μαζί στο τέλος μοναξιά
στο τέλος ολομόναχοι
κρεμάστηκα στο έλατο και περιμένω να γυρίσεις.
Μέχρι
τότε υπόσχομαι
να χαμογελάω στους επισκέπτες
Καταναλώνω τον κόσμο αυτόν σα να ήταν κάποτε
Έξω από το τζάμι
ένα πρόσωπο άλλο
χτυπάει το τζάμι
και πέφτει πάνω μου
τώρα
παντού
θρύψαλλα προσώπου σπασμένου.

(ε.σ.)

Ο επόμενος θόρυβος που θα ακουστεί, θα είναι τα πόδια μας να πατάνε γερά ή να σπάνε.




Κρύβω τον ήλιο κι είμαι μέσα σε ακαδημαϊκές διαφωνίες με όλες τις αισθήσεις μου σε εγρήγορση ή σε αδράνεια χωρίς ερχομό χωρίς τέλος αφού τα πλήρωσα όλα τα κρίματα της ανθρωπότητας. Ο παραλήπτης πληρώνει το τέλος, ο καλύτερος μένει στο τέλος ή ο δυνατότερος, δεν ξέρω ακόμα γιατί εγώ έφυγα πρώτη. Η κίνηση διαγράφεται ακέραια και σταθερή σε πλήρη αντίθεση με τον τρόμο που διαπερνά τα σκοτεινά παράθυρα. Η αντεστραμμένη μου αστάθεια εκφράζεται τώρα μόνο σε δωμάτια ξενοδοχείων, ξένων δοχείων και ποτήρια άδεια που εξαφανίζονται από μπροστά μου πριν προλάβω να μπω μέσα τους και τα κατοικήσω. Μου λείπει η μουσική, η αντιστροφή, η έλλειψη μου λείπει η επιθυμία της επιθυμίας, η δική μου έλλειψη, κάνε την κάπως να φανεί περισσότερο. Συγχαρητήρια, προβάρουμε στον τεράστιο αυτό καθρέφτη τις στολές των αυτοκρατόρων με σκοπό να τις ξεχάσουμε αίφνης κι όμως τις θυμόμαστε για πάντα. Η παραπομπή δεν είναι παρά πομπή επιμνημόσυνη δέηση, τα παιχνίδια τελειώνουν με άλλους όρους από αυτούς που αρχίζουν. Κορόιδεψε αυτό το κορίτσι πίσω σου και θυμήσου να πάρεις το αυτοκίνητο γιατί εγώ κοκάλωσα τώρα, θα μείνω εδώ σ’ αυτή την άθλια καρέκλα να πεθάνουμε παρέα. Εκμυστηρεύσου στα πουλιά πως δεν καταλαβαίνεις κι ύστερα πάρε το παλτό του δασκάλου και έλα να καλύψεις το κενό του πνευματικού κενού, του κενού χώρου, του κενού σώματος, αυτού του σχήματος, του σχήματος σώματος που αν δεν το αγαπήσεις δε θα γίνει ποτέ αυτό που προορίστηκε να γίνει, από ποιόν; Ο θεός δεν είναι αυτού του κόσμου, είναι ένας ανόητος θόρυβος, γι’ αυτό είναι παντού. Πάντως εγώ άλλο εννοώ όταν λέω «ύβρις».



Ας πληρώσουμε να φύγουμε.


(ε.σ.)

Λίγο μετά την ημερομηνία λήξης





Σκηνή 5


Α. Κάποτε αγάπησα μια γυναίκα. Τώρα πια δεν υπάρχει. Μόνο που και που στριφογυρίζει γυμνή στο δωμάτιο μου. Αμίλητη. Παγωμένη. Γήινη. Άϋλη. Τη φιλάω στο μάγουλο, στο μέτωπο, στο λαιμό. Κι εκείνη βρωμάει μνήμη και σκουριά.

Γ. Κάποτε αγάπησα έναν άντρα. Τώρα πια δεν υπάρχει. Μόνο που και που στριφογυρίζει απογυμνωμένος στο μυαλό μου. Δε μιλάει. Κοιτάει έξω φτιάχνοντας ένα μεγάλο παράθυρο με θέα τον κόσμο. Έτσι συνεχίζω να ζω μέσα στον κόσμο. Αυτό το παράθυρο είναι η αόρατη σύνδεση μου με αυτόν. Μόνο που έχει καρφώσει το βλέμμα του σε ένα τοπίο συναρθρωμένο από ενοχές και ήττες και μνήμες και ανθρώπινα μέλη. Τα σώματα μας στους σκουριασμένους καθρέφτες παθο-γόνων εποχών.


Σκηνή 6


Γ. Ο έρωτας του με βουλιάζει στις λάσπες της πιο κολασμένης λαχτάρας.

Α. Ο έρωτας της με απογειώνει στα ύψη τις πιο ιλιγγιώδους επιθυμίας.

Γ. Τι θες να πεις με αυτό;

Α. Εσύ.

Γ. Μόνο εσύ. Πάντα.

Α. Όσο πάντα.

Γ. Αρκεί. Έπειτα, υπάρχει κι η επανάληψη. Μια αλλαγή προσώπου ίσως. Προσωπείου βέβαια.

Α. Κι εγώ που νόμιζα…

Γ. Κάποιος άλλος. Επιτέλους. Η ποθητή αντωνυμία επιτέλους αόριστη. Να σιγοψιθυρίζει το κύριο όνομα της επιθυμίας. Πάλι και πάλι στον πιο σκοτεινό καθρέφτη του κόσμου.

Α. Στα μάτια σου.

(α.κ.)

Ένα ζευγάρι.
Έπειτα μια γυναίκα, ένας άντρας.
Πριν, μετά.
Πάντα μετά.
Ό,τι κι αν έχει ειπωθεί
μόνο μετά τη λήξη
οι λέξεις αποκτούν το βάρος τους
τη διέξοδο τους στη φωνή.
Πότε βότσαλο. Πότε πέτρα. Πότε βράχος.
Άλλοτε για να παίξεις, άλλοτε για να επιτεθείς
Κι άλλοτε απλά για να πετάξεις.

(α.κ.)

Φιλοξενούμενος... Μάνος Βαρυπάτης- 8 ποιήματα



ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ / ΑΝΤΙΦΑΣΗ

…εγώ
θα ενοχλώ λιγότερο
δε θα δαγκώνω τις μέρες σου
δε θα σε καταπίνω με τα μάτια μου
θα φυλώ τα ρούχα σου
-να έχεις τα μισά-
εσύ μόνο
δώσε μου δύναμη
για λίγες ακόμα
ασυλλόγιστες πράξεις…


_


ΠΟΙΗΜΑ

…μου δίδαξε
μέσα στην απειρία της
το άπειρο
την αγάπη
τη στιγμή
την αμφισημία των λέξεων
ξαφνικά ο πόλεμος
η σφαγή
πριν εμπεδωθούν
οι διδαχές έκλεισαν
τώρα
ημιμαθής
θ΄ αγωνιστώ


_


ΠΟΙΗΜΑ

...και η ομορφιά που άγγιξες
έχει την αβίαστη μαγεία των στίχων
που έγιναν τραγούδια


_


ΠΟΙΗΜΑ

Η ώρα περνούσε
μετανιώνοντας
και κάνοντας χαρακιές
στη μνήμη

_


ΠΟΙΗΜΑ

Θα σου πω τι έχω
μερικές πτήσεις, άνομες
μερικά αδύναμα λόγια
κάμποσους στίχους, μεστούς
κάτι γεμάτες κραυγές
και λίγες αδειανές
καρέκλες φίλων…


_


ΠΟΙΗΜΑ

…καθαροί τώρα
από τύψεις, ουρανούς και χώματα
προσπαθούμε να βρούμε το έλεος
ή έστω
μια ολοκαίνουργια βρωμιά…


_


ΠΟΙΗΜΑ

…και για πόσο ακόμα θα κρατιέμαι
από την υπόσχεση μιάς επόμενης μέρας
από το φως της
από τα δακρυσμένα μάτια σου…
Απόψε λέω να τρελαθώ

_


ΠΟΙΗΜΑ

…τώρα
-κάπου στο τέρμα-
δε μιλούν
μόν΄ αφουγκράζονται
έτοιμοι
για ότι χρειαστεί
ν΄ αγωνιστούν
να ηττηθούν
να κλάψουν…



Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Εγγραφή 21




Τόσες λέξεις για να μην το ξεστομίσεις...
Αρχίζουν οι μέρες να έχουν τη μυρωδιά νεκροτομείου.
Εμείς περιπλανιόμαστε στους σκοτεινούς διαδρόμους
Άλλά δε συναντιόμαστε
παρά την θλιβερή ώρα της επί παραγγελία νεκροψίας
όπου αναγνωρίζει ο καθένας το διπλανό του.
Και βάζουμε όλοι μαζί τα πριόνια μπροστά στο φουλ
να βρούμε ενδείξεις και τεκμήρια.
Θα ήταν μάλλον πιο απλό
αν κοιταζόμασταν

(α.κ.)

Στις άκρες των δαχτύλων σου. Εκεί θέλω να ζήσω.



Είμαι μια αποσκευή που χάθηκε και δεν την αναζήτησε κανείς. Παραμένω στο γραφείο των απωλεσθέντων περιμένοντας μια καταστροφή να με γλιτώσει. Ή μια μνήμη ή έστω μια μικροκλοπή. Σαν καρναβάλι κι ετούτο το Σαββατοκύριακο, να μην ξέρεις από πού να το μαζέψεις. Ακολούθησα τα δάκρυα αυτών των σαλτιμπάγκων, έτσι βρέθηκα εδώ. Όλοι οι θίασοι περιπλανώμενοι είναι. Αντιστέκομαι στη διαφθορά των λόγων, αντικρούω τα παραληρήματα της επανάληψης. Κρατούσα σφιχτά το χέρι κάποιου κι όταν γύρισα να τον κοιτάξω δεν είδα παρά ένα χέρι μοναχό του , χωρίς άνθρωπο και μου ‘λεγε, θα μείνω μαζί σου για πάντα, μη φοβάσαι πια το σκοτάδι. Ύστερα θυμάμαι την οικονόμο που σηκώθηκε να κλείσει την πόρτα και μετά γαβγίσματα κι ήθελα τόσο πολύ να βάλω τα κλάματα αλλά ντράπηκα κι έφυγα πάλι χωρίς να πω κουβέντα. Είμαι ένας λεπτοδείκτης και νομίζω πως δεν είμαι. Καταφέρνω έτσι να βρίσκω ένα κάποιο ενδιαφέρον στη ροή του χρόνου παρ’ όλο που ποτέ δεν είχα ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασής μου.
Ν’ άνοιγε η πόρτα τώρα και να ‘μπαινες…

(ε.σ.)

Κυριακή



Κι ο Μπέκετ θα ‘χε σίγουρα κάτι να γράψει γι’ αυτή τη νύχτα. Ας είναι ανήσυχοι οι νεκροί μας. Να κοιμηθούμε κι εμείς λίγο.
Αποφεύγω τις τηλεφωνικές συσκευές και τις υπηρεσίες αναμονής κλήσεων. Οργώνω την πόλη με φανταστικά οχήματα και δίνω έτσι στον εαυτό μου πολύ χρόνο για γέλια.


Ας χάνομαι στις σκέψεις μου. Να βρίσκομαι στις δικές σου θέλω.

(ε.σ.)