Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Ιστορία ονόματος


Κάποτε, ένας άντρας ξέχασε το όνομα του. Θυμόταν που απέκτησε όλες τις ουλές στο σώμα του, αλλά όχι το όνομα του. Θυμόταν γιατί έκτισε εκείνον τον τοίχο μπροστά από τους ανθρώπους, αλλά όχι το όνομα του. Θυμόταν πότε φύτρωσαν κάγκελα στην πόρτα του, αλλά όχι το όνομα του. Θυμόταν πότε αγόρασε αυτές τις βαριές κουρτίνες, αλλά όχι το όνομα του. Θυμόταν πότε άφησε απλήρωτο το τηλέφωνο, αλλά όχι το όνομα του. Θυμόταν πότε κλείδωσε όλες τις πόρτες, αλλά όχι το όνομα του. Έτσι, που ήρθαν τα πράγματα, μάλλον δε θα του χρειαζόταν πια. Δεν ήταν ανάγκη να συστηθεί σε κανέναν.

α.κ.

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Suicidal


Ο άντρας ξυπνάει κάθε πρωί στις οχτώ, κλείνεται σ’ ένα δωμάτιο και κατασκευάζει μνήμες. Έχει πολλά υλικά και όλα τα χρώματα, τις φτιάχνει ανάλογα με τα κέφια του. Μόλις κλείσει οχτάωρο, το μεσημέρι, σταματάει. Τότε, αρχίζουν να του χτυπάνε το κουδούνι διάφοροι μυστήριοι τύποι, διάφανοι από την αϋπνία. Εκείνος μπορεί και τους βλέπει, γιατί έχει κατασκευάσει κάποτε για τον εαυτό του μια μνήμη διάφανων ανθρώπων. Αγοράζουν τις καινούργιες μνήμες όσο όσο, και φεύγουν ευτυχισμένοι. Κανείς δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει μια ξένη μνήμη, είναι ανήθικο. Τις νύχτες που ο άντρας ξεκουράζεται, οι διασώστες έχουν πολλή δουλειά. Η πόλη γεμίζει διάφανα πτώματα, βρίσκονται στα πιο απίθανα σημεία. Κρεμασμένα στη γέφυρα , στριμωγμένα στα πορτ μπαγκάζ, κουλουριασμένα σα γάτες στις ρόδες φορτηγών, σε τηλεφωνικούς θαλάμους, στους αρμούς των πεζοδρομίων, μέσα σε γραμματοκιβώτια. Η αστυνομία αναζητά συνεχώς κόσμο να αναγνωρίσει τα πτώματα. Νεκροί ή ζωντανοί, κανείς δε θυμάται τίποτα, κι έτσι η διαδικασία αυτή κρατάει για χρόνια. Οι νεκροί μπαίνουν σε μεγάλα ψυγεία, οι κατασκευασμένες μνήμες γίνονται πολύχρωμα παγάκια και λαμπυρίζουν αιώνια. Ο ζωντανός αυτός άντρας μια φορά, έκανε το χρέος του.

ε.σ.

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

ιστορία εντατικής


Κάποτε, μια γυναίκα μπήκε σ΄ένα λευκό δωμάτιο και ξάπλωσε σ΄ένα κρεβάτι εντατικής θεραπείας. Ξάπλωσε εκεί για μέρες, ώσπου το σώμα της μούδιασε εντελώς. Κανείς δε θυμόταν τι ήταν αυτό που έφερε αυτή τη γυναίκα σ΄εκείνο τον χώρο. Κάποιο ατύχημα ίσως ή κάτι…Τις ώρες επισκεπτηρίου μαζεύονταν όλες οι ανομολόγητες ενοχές της, κάποια ορφανά χάδια, ένα άδειο βλέμμα από αγαπημένο πρόσωπο, ένας ανεπίστρεπτος χαιρετισμός, κάτι νύχτες χωρίς χάδι, ένας χρόνιος εθισμός, μια ψυχαναγκαστική τελετουργία, φαντασιακοί φόνοι και εκείνη η έντονη αίσθηση του να νιώθει ξένη και υπό διαρκή απειλή ακόμα και στις «κρυψώνες» της. Κι ενώ εκείνη βρισκόταν στην τρομακτική θέση της εντατικής, το ψυχροπολεμικό κλίμα των εκλεκτών συγγενών της συνεχιζόταν γύρω από το αγνώστου αιτίας πάσχον σώμα της. Ένα απόγευμα σηκώθηκε λοιπόν όρθια ξαφνικά. Φώναξε «Όλοι έξω». Ντύθηκε. Και πήρε εξιτήριο. «Έγινε κάποιο λάθος», είπε στους γιατρούς. «Ψαλιδάκι για τα νύχια έπρεπε να πάρω. Να κόψω κάποιους εκλεκτούς δεσμούς».

α.κ.

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Μεγάλα σχέδια


ακούω φωνές μέσα από το καλάθι των αχρήστων σκύβω να δω και βλέπω στο βάθος τρεις ανθρώπους γύρω από ένα τραπέζι για φως έχουν μόνο ένα μικρό κερί συζητούν χαμηλόφωνα πιθανόν για να μην τους καταλάβω που σχεδιάζουν εκεί μέσα βαθιά προσηλωμένοι το τέλος του κόσμου



ώσπου ο ένας κάνει μια αδέξια κίνηση πέφτει κάτω το μικρό κερί και παίρνει φωτιά το σπίτι

ε.σ.

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

ιστορία καπνού



Κάποτε μια γυναίκα κάπνισε με μανία. Κάπνισε μια παρατεταμένη σιωπή στην οποία για πρώτη φορά δεν το έβαλε στα πόδια, κάπνισε μια κρίση πανικού σε μια πολύβουη κεντρική πλατεία, κάπνισε μια συνάντηση μ΄έναν άγνωστο στην οποία ένιωσε κάπως άβολα, κάπνισε ένα απρόσμενο χάδι από αγαπημένο πρόσωπο, κάπνισε μια τελεσίδικη απώλεια κάποιου που αγάπησε πολύ, κάπνισε ένα παράπονο που δε βρήκε ποτέ δρόμο στη φωνή, κάπνισε μια χρόνια αναμονή μιας τρυφερής σκηνής, κάπνισε κάποιες ξέμπαρκες ενοχές, κάπνισε λέξεις που ψιθύρισε στο σκοτάδι, κάπνισε μνήμες από προδοσίες, κάπνισε αγχωμένα πρωινά ξυπνήματα, κάπνισε κάτι ακατανόητα όνειρα, κάπνισε το παραμύθι που της αφηγήθηκε μια γυναίκα ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, κάπνισε, κάπνισε, κάπνισε. Και έπειτα έβηξε.

α.κ.