Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Σε έναν άλλον (κόσμο) με αγάπη


photo by Aerostatik (http://aerostatiks.blogspot.com)


Η αλήθεια είναι πως ονειρεύομαι πολύ. Ίσως γιατί κοιμάμαι πολύ. Όταν κοιμάμαι βλέπω καλύτερα. Κάποτε είχα ονειρευτεί να ζήσω μαζί σου, ήμασταν λέει αόρατοι, είχαμε στους καρπούς και τους αστραγάλους μας κάτι ξεφτισμένα κομμάτια σπάγκου -σημάδι πως τα είχαμε καταφέρει μια χαρά, είχαμε δραπετεύσει. Τώρα ζούσαμε ευτυχισμένοι κάτω από έναν ήλιο όχι μεγαλύτερο από ένα αυγό ή στην καρδιά μιας παπαρούνας. Μια τεράστια καμηλοπάρδαλη των δυτικών πόλεων μας είχε υιοθετήσει και θα μας προστάτευε για πάντα. Μια μέρα καθώς περνούσαμε έξω απ' το νεκροταφείο, κάτω από τον μικρό μας ήλιο-αυγό, βρεθήκαμε -ποιός ξέρει πώς;- σ' έναν τσιμεντένιο τούνελ τόσο μαύρο που ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια με την τόση σκοτεινιά του. Τότε μου έπιασες τα χέρια και είπες θα μου λύσεις τα κομμάτια του σπάγκου και θα μου αγοράσεις ένα ωραίο χρωματιστό βραχιόλι. Τα πέταξες σ΄ εναν ατέλειωτο φωταγωγό ή σε μια αχανή λεωφόρο απ’ την ταράτσα του ουρανοξύστη, δε θυμάμαι καλά, κι εξάλλου εσύ πάντα ξέρεις καλύτερα.

Σήμερα αγόρασα ένα αεροπορικό εισιτήριο, θέλω να φύγω για μια άλλη χώρα, δεν ξέρω αν θέλω να σε ξαναδώ. Θέλω δηλαδή αλλά εσύ μου λες πως δεν περιμένεις τίποτα και μετά όλο κάτι περιμένεις. Γι΄ αυτό θα φύγω. Θα πάρω ένα όπλο μαζί μου και θα σκοτώσω όλες τις αναμονές. Θα με συλλάβουν σε κάποιο αεροδρόμιο. Θα δραπετεύσω ξανά. Ξέχασες το βραχιόλι. Θα ξεκινήσω ένα ταξίδι αναζητώντας ξεφτισμένα κομμάτια σπάγκου, γιατί δε με ρώτησες; Δεν ξέρεις ποιά είμαι; Είναι λογικό γιατί δεν είμαι καμία, ίσως ένα μικρό κόκκινο αποτύπωμα ή λίγο αίμα πεταμένο στον καθρέφτη του μπάνιου –πώς βρέθηκα εκεί;- ή ένα περίγραμμα με κιμωλία στην άσφαλτο, ναι ναι αυτό είμαι και έχω μια κίτρινη κορδέλα να με προστατεύει που πάνω της γράφει τη βιογραφία μου – σίγουρα από κάποιον που είναι πολύ φίλος μου και ξέρει καλά γράμματα.

Μια άλλη φορά ονειρεύτηκα πως ήμουν κάτω από τη γη και σε ακολουθούσα. Όχι σκόπιμα, απλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Στεκόμουν ανάποδα και τα πέλματά μας θεωρητικά θα εφάπτονταν αν δεν μας χώριζε αυτό το χώμα και οι χίλιάδες νεκροί που βαριανασαίνουν μέσα του. Και τότε μου ήρθε μια ιδέα. Παρακαλούσα να πεθάνεις, γιατί μόνο έτσι θα είχα πιθανότητες να σε συναντήσω.

Όταν τελικά πέθανες μετά από χρόνια το όνειρο είχε τελειώσει. Δεν στο 'χω πει ποτέ, αλλά πέθανα κι εγώ μετά από μία στιγμή. Δεν το μετανιώνω. Νομίζω πως πριν γεννηθώ ακόμα είχα ονειρευτεί να σε συναντήσω. Αλλά ξύπνησα τόσο τρομαγμένη εκείνη τη νύχτα, που έβαλα το όνειρο σ΄ ένα μικρό κουτί και το άφησα σε μια θυρίδα στην τράπεζα.

Έτσι καταφέρνουμε να ζούμε για πάντα εμείς οι δύο, τόσο ευτυχισμένοι που δεν ανοίξαμε ποτέ τα μάτια μας να κοιταχτούμε. Τόσο ασφαλείς.

ε.σ.

Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

ισημερινή δολοφονία


artwork by Giorgos Tsopanos

Περιμέναμε για χρόνια να πέσει η νύχτα

Πείστηκα λοιπόν πως δεν υπάρχει σήμερα
ούτε κάποιος
κανείς
που να ξέρει γιατί συμβαίνουν όλα αυτά

Άνθρωποι βρίσκονται νεκροί στους δρόμους από μια μυστηριώδη βουβή αιτία

Ήμουν αυτή που κοιμόταν δίπλα σου τις μέρες
αλλά το ρολόι σταματούσε πάντα λίγο πριν φτάσει η ώρα

Τώρα που πέφτει επιτέλους το σκοτάδι που περιμέναμε

στηρίξου πάνω μου όταν πέφτω,
δε θα σ' αφήσω ποτέ.

ε.σ.

Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

Απόσπασμα από τις «Όψεις προσωπικής αντωνυμίας»


artwork by Giorgos Tsopanos


(…)

Εγώ Έφυγες πήρες όλα τα φιλιά μαζί σου και μου άφησες μόνο λέξεις.

Εγώ Ένα χρωματολόγιο να ζωγραφίζει το πρόσωπο μου με εκλεπτυσμένη μπογιά. Να μακιγιάρομαι μέσα στις εποχές και να βγαίνω στον κόσμο.

Εγώ
Το μυαλό βουλιάζει στη μαύρη ήπειρο της απελπισίας.

Εγώ Ένα γέλιο αντανακλά τον αγώνα δρόμου προς το φως.

Εγώ Το σώμα έχει βρει μια βολική θέση να μουδιάζουν τα μέλη του. Αναμονή του τέλους. Κάπως πρέπει να τελειώνει αυτή η σκηνή της ακινησίας.

Εγώ Ακατάσχετη κινητικότητα πέρα απ΄τα όρια της κίνησης. Μέχρι να καταρρεύσω ξημερώματα, ενώ η μουσική έχει κλείσει εδώ και χρόνια.

Εγώ Κάποτε όλες οι λέξεις θα μιλήσουν τις σιωπές. Τότε να μην τρομάξεις. Μου το υπόσχεσαι;

Εγώ Ίσως θα έχω βρει έναν τρόπο να μοιραστώ τον πόνο. Και να είναι πιο εύκολο.

Εγώ Έχω μια εμμονή κρυμμένη κάτω από το μαξιλάρι. Το βράδυ χορεύει στα όνειρα μου και στο τέλος πέφτει πάντα από την ταράτσα τρεκλίζοντας…Ποτέ δεν ξέρω αν το εννοεί…

Εγώ Ένα εκτυφλωτικό φλάς να καίει τις πιο δικές μου στιγμές. Και να χάνονται…Το πιο άσπρο…Ή η απόλυτη επιθυμία του άσπρου…

Εγώ
Μια πόρτα που ανοίγει σ΄έναν κόσμο-λαβύρινθο που χτίζω με τα ίδια μου τα χέρια, μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Η θύρα κλείνει. Κι όλα πίσω της εξαφανίζονται. Μόνο λαβύρινθος τώρα. Μαγικές διαδρομές σ΄έναν αγωνιώδη αγώνα προς την έξοδο. Πέφτω πάλι σε τοίχο.

Εγώ
Γεμάτες οι λέξεις όνειρα…Γεμάτα τα όνειρα λέξεις…

Εγώ Μικρές ενδοφλέβιες φόβου στη χημεία των σωματικών εκκρίσεων.

Εγώ
Και έπειτα σπασμένα μέλη να χορεύουν αποσυντονισμένα στη μουσική υπόκρουση του δέους.

Εγώ Απονοηματοδότηση ή αλλιώς να χάνουν τη γεύση τους τα πράγματα. Αλλά ούτως η άλλως έχεις πάψει να πεινάς…

Εγώ
Σε δυο πόδια που τρέχουν να ορίζω τη φυγή.

Εγώ Να εκκρίνω θειάφι και χρώμιο στα πρωινά ξυπνήματα.

Εγώ Να εκκρίνω ντοπαμίνη και ανδρεναλίνη τα χαράματα.

Εγώ Να φυσάει παγωμένος αέρας μέσα μου και να έχω ξεμείνει με καλοκαιρινή αμφίεση.

Εγώ Να καίει ένα καυτός ήλιος μέσα μου και να είμαι στοιβαγμένη με τόνους μάλλινα.

Εγώ Σε παράλυτες αγκαλιές να κρύβομαι από τον κόσμο.

Εγώ Θέλω ν΄αδειάσει το μυαλό μου από το παρελθόν.

Εγώ Η στιγμή δε με χωράει.

Εγώ Επιθυμώ ν΄αδειάσει το μυαλό μου από το μέλλον.

Εγώ Να κοιτάζω ένα λουλούδι μέχρι να βραδιάσει, ώσπου εκείνο να μαραίνεται και να φυλλοβολεί.

(…)

α.κ

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Έσχατο ποίημα


artwork by Giorgos Tsopanos

Και να κάθομαι αμέριμνη στο γραφείο
στο τραπέζι
στο κρεβάτι
και να γυρνάω απότομα το κεφάλι
και να με κοιτάτε όλοι με μια τεράστια απορία

όχι δε με φώναξε κανείς

Θα έρθει μια μέρα
που όλοι όσοι φώναξαν το όνομα μου
θα σταθούν μπροστά μου
μπροστά σας
και θα ομολογήσουν μια αλήθεια
που εγώ δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να αποδείξω
κι εσείς εξάλλου
ποτέ δεν πιστέψατε

και θα επιστρέψουν εκείνες οι μέρες που μπαίνατε στο δωμάτιο
χωρίς να χτυπήσετε την πόρτα
και οι φωνές κρυβόντουσαν στο στομάχι μου
-είχε πάντα ζέστη και κάτι να τσιμπήσουν-
ΝΑ ΟΥΡΛΙΑΖΟΥΝ
οι πνιγμένοι από ένα δουλεμπορικό που ναυάγησε
κρεμασμένο σε μουσείο περιωπής
μανάδες που πέθαναν στη γέννα
αυτόχειρες που το μετάνιωσαν αφότου είχε γίνει το κακό

να μου ζητούν να τους αναστήσω

και έτσι

να φτάσουν
να θηλάσουν
να ξεσπάσουν αλλού αυτόν τον άγριο θυμό.

α.κ.