Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Κανείς


artwork by Giorgos Tsopanos


Πέθανα αναρίθμητες φορές. Και μετά από κάθε θάνατο, γινόμουν ένας άλλος. Για την ακρίβεια γινόμουν ένας ΚΑΝΕΙΣ. Άλλος. Αυτό που τώρα συμβαίνει υποθέτω ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά το όνειρο ενός νεκρού. Πίσω απ΄ τα καθημερινά πράγματα που κάνω, σ΄ αυτήν την κατάσταση μετά το σύνορο της θνητότητας,- να φτιάχνω καφέ, να καπνίζω, να τρώω, να απελπίζομαι- τρέχω μια προσευχή που ζητάει ν΄ αναστηθώ. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω κανένα παράδειγμα γύρω μου ή έστω κάπου να άκουσα ή να διάβασα για κάποιον νεκρό που αναστήθηκε. Εκτός απ΄ τον Χριστό. Αλλά αν γίνω Χριστός για να αναστηθώ, θα πρέπει πρώτα να σταυρωθώ, δηλαδή να πεθάνω για μια φορά ακόμα, και αυτό ακριβώς είναι που θα ήθελα να αποφύγω.
Οι άνθρωποι γύρω μου αγνοούν αυτούς τους πολλαπλούς θανάτους. Έτσι συνεχίζουν να μου εύχονται χρόνια πολλά στα γενέθλια μου και σε άλλες γιορτές του χρόνου. Εγώ χαμογελάω συγκαταβατικά και λέω ευχαριστώ. Ένα σχολαστικό μάτι θα είχε ίσως προσέξει μια φυσαλίδα πανικού σ΄ αυτό το χαμόγελο, που πάντα με τραβάει μακριά, αλλά οι άνθρωποι συνήθως δεν είναι παρατηρητικοί παρά μόνο μπροστά στον καθρέφτη, κι έτσι κανείς ποτέ δεν πρόσεξε τίποτα. Γιατί, μπλέκονται περίεργα κάτι ξέμπαρκες λέξεις, κάτι ακατάστατες μνήμες και εκείνο το όνειρο στο φωταγωγό που κάποια μαυροφορεμένη γυναίκα -χήρα από νωρίς- με αποχαιρέτισε με ένα χάδι στο μουλιασμένο μου μάγουλο. Νομίζω ότι μου είπε να μη φοβάμαι το θάνατο. Τότε το κομμάτι ουρανού που σημάδευε ο φωταγωγός ήρθε και κρύφτηκε στο μυαλό μου. Έτσι, από τότε, άρχισαν να συμβαίνουν διάφορες απ΄ ευθείας συνάψεις με όλο το μπλε. Από την επόμενη μέρα, που η νεκροφόρα και οι θρήνοι διέσχισαν το διάδρομο που παίζαμε κουκλοθέατρο, ο θάνατος έγινε η άλλη όψη του παιχνιδιού ή το παιχνίδι η άλλη όψη του θανάτου. Στην ετυμολογία τους.


Εκτελέστηκα ξημερώματα, ενώ κάποιος μου έκλεισε το μάτι. Είχα ξεχαστεί. Μου υπενθύμισε ένα παλιό χρέος που βάραινε το μυαλό μου τα βράδια, αλλά δεν θυμόμουν πια γιατί. Το μπλε έβαφε όλο το βλέμμα μου.

Έσβησα στην ερημιά μιας εθελούσιας εξορίας κυνηγημένη από ένα δάκτυλο που με σημάδευε στο μέτωπο ιχνηλατώντας στη λάσπη τα βήματα μιας εποχής κεριών που τρεμοσβήνουν στο ψύχος μιας καινούργιας αρχέγονης αγκαλιάς.

Ξεψύχησα στη γέννα απ΄τις μελλοντικές χειρονομίες ενός αρσενικού μωρού που έμελλε να δέσει τη θηλιά στο ταβάνι στης έσχατης πράξης μου.

Αιμορράγησα μέχρι θανάτου απ΄ την λεπίδα μιας αλήθειας που σημάδεψε το μελάνι που κυλάει στις φλέβες μου να το ξοδέψει σε ακατάληπτες φλυαρίες ασυνάρτητων διασυνδέσεων όχι πια στο μυαλό μου, μα έξω στον κόσμο.

Νεκρώθηκα στην αγωνία ενός βλέμματος που σημάδευε το άλλο βλέμμα, την έξοδο, το χρόνο, την τομή στη γλώσσα και την κόψη ενός ολοκαίνουργιου φιλιού που σε καληνύχτισε κλείνοντας πένθιμα τη βραδιά στη φυγή των κεραυνοβολημένων.

Πέθανα στον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένας πόλεμος ανάμεσα στους προαιώνιους εχθρούς για μια κηλίδα πάνω στο μπλε που λέρωνε το μέλλον. Γενικεύτηκε έπιασε όλη τη γη, κουτρουβάλησε από τον ουρανό φωτιά και αέρας και έκαψε τα πάντα. Σώθηκαν μόνο οκτώ δεκάδες πανταχόθεν.

α.κ.

1 σχόλιο:

  1. Δεν εχω λογια . Η ειρωνια της πρωτης παραγραφου δε , ειναι κατι εξω απο αυτον τον κοσμο , καπου πιο ψηλα.
    Στη δευτερη παραγραφο η γραφη σου απογειωνεται για τα καλα ,
    την τριτη παραγραφο την εζησα προσφατα γι΄αυτο και αναβω τσιγαρο . Σου πρεπουν ευχαριστηρια και κοπλιμεντα.

    Στύλος Χαρτής

    ΑπάντησηΔιαγραφή