Μια μαυροφορεμένη γυναίκα καθισμένη στο πλατύσκαλο ενός καθρέφτη πλέκει με λευκή κλωστή την ιστοριογραφία από τα αποσπασμένα ξεροκόμματα του κόσμου. Στις αυλακώσεις του προσώπου της ρέει ο χρόνος, τραυματισμένος από τα πρωινά ξυπνήματα και τους θρήνους των οριστικών αποχωρισμών. Στο κουβάρι της έχει τυλίξει όλη τη γη και
όπως ξεδιπλώνεται γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει…
Εκείνο το γυμνό πρωινό μαζεύτηκαν για το έσχατο συσσίτιο οι μνήμες όλης της ανθρωπότητας η βουβαμάρα των κλειστών παράθυρων και η φλυαρία των τρελών σε μια ουρά απέραντη να εκτείνεται πέρα από τον ρημαγμένο ορίζοντα των πεινασμένων. Το γεύμα ήταν λειψό ψωμί και σούπα από κρέας σάπιο πρώτα όμως σέρβιραν καφέ κάτι πενθούσαν ποιος θυμάται μια γυναίκα αρχίζει να γελάει ρίχνοντας κάτω το βάζο της επισημότητας το γέλιο απλώνεται στους μύες του σώματος της και το αναγκάζει σε μια ακανόνιστη σύσπαση ηχεί στην τελειωτική έκφραση ενός κύκλου που κλείνει και οφείλει στον κόσμο έναν μορφασμό που να μη θυμίζει θάνατο ένας άντρας την πλησιάζει είναι τυφλός ακολουθεί τον ήχο όλοι οι άλλοι κάνουν πίσω την αγκαλιάζει σφιχτά μια ακτίνα φωτός τους σημαδεύει ρουφάει το γέλιο απ΄το στόμα της
η ακτίνα τους πυροβολεί.
α.κ.
σκίτσο: Γιώργος Τσόπανος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου