Γέμισα το παρόν ανείπωτους μήνες πίσω απ΄ τη λέξη που δεν ειπώθηκε και εκείνη την αναμονή γεμάτη νευρικό γέλιο πρόστυχο πάνω στο τραπέζι να ξαποσταίνει ανεπίστρεπτα όνειρα και φιλιά και έπειτα έφυγα για πάντα και άφησα το σπίτι ακατάστατο και τους λογαριασμούς απλήρωτους και κάπως έτσι όλα έγιναν σκοτάδι και το ντουλάπι με τα φυλαχτά και το συρτάρι με το εισιτήριο για το αύριο και το τραπέζι με το ζεστό φαγητό για τη μεγάλη πείνα και τη μεγάλη δίψα που έπρεπε κάπως να δαμάσουμε και ο ταχυδρόμος συνέχισε να έρχεται να παραδίδει τα χρόνια και τη θλίψη και οι γείτονες πάντοτε με έβρισκαν ενώ άλλαζα συνεχώς σπίτια και διευθύνσεις και μεταμφιέσεις και κούρεμα και χρώμα στα μαλλιά δεν ξέρω πως γινόταν δεν έχω ιδέα πάντως αυτός ο μαύρος κύκλος γύρω απ΄τα μάτια μου που μου παρέδωσε η παλιά σπιτονοικοκυρά τον προηγούμενο μήνα με έχει περικυκλώσει κι όλο με σφίγγει με σφίγγει με σφίγγει κατεβαίνει στο λαιμό και με τυλίγει σα μια παλιά γραβάτα που μέσα στο μακελειό κάποιος την έκανε φονικό όπλο…ένα τόσο δα κομματάκι γυαλιστερό ύφασμα.
α.κ.