Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Φωτογραφία


Κάποτε βγήκα έξω στο δρόμο, με τη χαρά ενός παιδιού που θέλει να παίξει με το καινούργιο του παιχνίδι, επιθυμώντας να καταγράψω ό, τι θα συναντούσα μπροστά μου. Τότε, αποφάσισα να τραβήξω με τη φωτογραφική μηχανή μου την ασχήμια, τη θλίψη και τον πόνο μέσα σε μια πόλη γεμάτη ανθρώπους που κινούνται διαρκώς. Στο δρόμο είδα παιδιά και αθίγγανους να παίζουν το ρυθμό και τη μελωδία μέσα σ΄ ένα αγουροξυπνημένο λεωφορείο. Σταμάτησα κι έκανα κλικ στα κουρελιασμένα ρούχα τους. Μπήκα στο τρένο. Ένα ακρωτηριασμένο σώμα εξέθετε την απώλεια του, επιθυμώντας να γεμίσει με κέρματα το παλιωμένο του καπέλο. Ξανά κλικ. Κατέβηκα. Βγαίνοντας, μια τυφλή γυναίκα, κοιτώντας το σκοτάδι, μου ζήτησε έλεος. Σταμάτησα πάλι, τρώγοντας με μηχανική βουλιμία την σκοτεινή της όψη. Συνέχισα να ψάχνω τον πόνο. Σταμάτησα ξανά μπροστά σ΄ έναν απλό ζητιάνο μεγάλης ηλικίας. Ζητούσε κάτι να κουδουνίσει το χάρτινο κουτί του. Δεν προσέφερε τίποτα στο κοινό του. Μόνο τη μοναχική του ύπαρξη. Τις μνήμες που βάρυναν τους ώμους του, τα χρόνια που χαράκωσαν το πρόσωπο του. Του ζήτησα να του βγάλω μια φωτογραφία. Δάκρυσε. Δεν κατάλαβα. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς, ψιθυρίζοντας πάλι και πάλι «Δε φοράω τα καλά μου ρούχα», «Δε φοράω τα καλά μου ρούχα», «Δε φοράω τα καλά μου ρούχα». Πάγωσα. Στήλη άλατος. Κι εγώ εικόνα. Φτηνή όμως, τόσο φτηνή. Ακινητοποιημένος ο τρόμος και γύμνια. Συνήλθα λίγο και έφυγα τρέχοντας σχεδόν, προς μια τυχαία κατεύθυνση της στιγμής. Μέσα στο μυαλό μου στριφογύριζαν τα λόγια του. Η αξιοπρέπεια του με ξεγύμνωσε μπροστά στην ανήθικη επιθυμία μου να ακινητοποιήσω το ξένο μου. Για μένα η εικόνα αυτών των ανθρώπων είναι γοητευτική. Για εκείνους η καθημερινότητα τους. Δεν είναι απλά ένα ρούχο ο πόνος. Είναι μέσα βαθιά χωμένος στους νευρώνες τους. Πόσο ντράπηκα θεέ μου. Πόσο ντράπηκα...

α.κ.

Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Μπλού Σταρ: ΑΜΟΡΓΟΣ *

«Η θερμική διαστολή είναι το φαινόμενο κατά το οποίο αυξάνονται οι διαστάσεις ενός σώματος καθώς αυξάνεται η θερμοκρασία του. Λόγω της θερμοκρασίας τα άτομα επιταχύνονται και απομακρύνονται».


Το καλοκαίρι αγαπά τα ψέματα. Οταν έρχεται ο Αύγουστος όλα αλλάζουν θέση. Αλλάζουν το χώρο που καταλαμβάνουν στο σύμπαν, διεκδικούν λίγο περισσότερο. Διαστέλλονται, ακολουθούν τους νόμους της φυσικής. Οταν έρχεται ο Αύγουστος όλα μεγαλώνουν, απλώνονται. Οι μέρες, οι επιθυμίες, τα ξύλα του παρκέ, οι βόλτες, οι αναβολές, τα όνειρα, οι κρίσεις νοσταλγίας. Οι αποστάσεις ανάμεσά μας. Τα πλοία γίνονται θεόρατα, τα νησιά χώρες ολόκληρες, οι κόλποι γίνονται ωκεανοί, τα κόλπα ιδιοφυή. Ολα τα σχέδια βέβαια γίνονται στην άμμο. Φροντίζεις όμως να είναι τόσο μεγάλα, ώστε να σε εντοπίσει ένα ελικόπτερο που θα πετάξει από πάνω σου αν ναυαγήσεις μόνος, μόνος επιζών ολομόναχος σε μια πλαζ γεμάτη σεζλόνγκ και ψάθες και φωνές και καφέδες σε πλαστικό που έχουν βράσει απ’ τον ήλιο. Αποκλείεται να ήσουν εσύ. Αποκλείεται να ήσουν εκεί. Εκεί δεν φυτρώνουν μεγάλες επιθυμίες, εκεί φυτρώνουν μόνο λίγες ώρες ολοστρόγγυλες που μέσα τους δεν έχουν τίποτα. Το ξέρω, γιατί τις έχω δει να σκάνε όταν φουσκώνουν. Τίποτα, είναι κενές.
Τρέφονται παρασιτικά από τα αρμυρίκια, ζουν μόνο από το «ακριβώς» στο «ακριβώς», ούτε λεπτό παραπάνω. Οταν έρχεται ο Αύγουστος, μόνο τα σπίτια και οι ζωές μικραίνουν. Αλλά το καλοκαίρι τα αγαπά τα ψέματα. Να φυλάγεσαι. Ο μόνος έρημος τόπος αυτή την εποχή του χρόνου είναι το σπίτι σου. Αυτή είναι η άγονη γραμμή. Γιατί σου λείπει ένας ουρανός χωρίς τέλος κι ένα καφενείο με ανοιχτοπράσινες καρέκλες, σου λείπει μια καλημέρα αγουροξυπνημένη που φτάνει μέχρι το παγωμένο νερό, μια θέα που κάθε μέρα αλλάζει, μετακινείται, ένας ορίζοντας που κάθε μέρα μεγαλώνει. Διαστέλλεται από τη ζέστη του Αυγούστου, από τη ζέστη του μυαλού σου.
Μια βόλτα για παγωτό στις τρεις τα ξημερώματα, ένα φιλί που θα ’θελες να έχει άλλο φόντο, μια συζήτηση που ξεκινάει με δροσερό αλκοόλ και τελειώνει με την πιο υπέροχη σιωπή. Τα τραγούδια που σε κάνουν να νομίζεις πως ζεις πάντα το ίδιο καλοκαίρι και αυτά τα ίδια που σου θυμίζουν όλα όσα έφυγαν ανεπιστρεπτί. Τα φαντάσματά τους επιστρέφουν για πάντα μεταλλαγμένα, καταδικασμένα πνεύματα που δεν ελευθερώνονται ποτέ απ’ τα επίγεια κι όλο ξαναγυρίζουν. Για να βρουν τι; Αστέρια που έλαμψαν κάποτε, αλλά δεν θέλουν εξηγήσεις, λέιζερ φεγγάρια πάνω σε ελάχιστους κυματισμούς και η αίσθηση ότι επιπλέεις αιώνια σ’ ένα τεράστιο γαλάζιο φρουί ζελέ. Δεν θα βουλιάξεις ποτέ, εγώ είμαι εδώ.
Τελευταία στιγμή λες, δεν πειράζει, θα το χάσω το πλοίο, θα πάρω το επόμενο. Το εισιτήριο το ξεχνάς στο πάτωμα ενός μικρού δωματίου ή πάνω σ’ ένα μπλε τραπεζάκι, τι σημασία έχει; Το πλοίο έφυγε. Αφήνεις έτσι να φύγει και το επόμενο. Και το επόμενο. Ξαφνικά όλα τα πλοία έγιναν τόσο ασήμαντα, τόσο μικρά, οι νόμοι της φυσικής αντιστράφηκαν, τους νίκησες κάτω από έναν αλλιώτικο πυρωμένο Αύγουστο. Κι οι μέρες μικραίνουν. Οι νύχτες το ίδιο. Μόνο η καρδιά σου συνεχίζει να διαστέλλεται, θέλει να μεγαλώσει κι άλλο, να πιάσει όλο σου το σώμα, όλο σου τον κόσμο. Δεν έχεις άλλον τρόπο, δεν έχεις άλλο εισιτήριο. Επινοείς ακυρωμένα δρομολόγια, σηκώνεις με το μυαλό σου πολλά μποφόρ, πώς να φύγεις;
Γιατί να φύγεις; Να μείνεις για πάντα εδώ και να ’ναι πάντα καλοκαίρι. Να πεθάνουμε στα γέλια με την πρώτη βροχή, να πεθάνουμε στο κλάμα με τον τελευταίο αποχαιρετισμό του τελευταίου φίλου. Να φυσάει. Να ’μαστε αγκαλιά κι ας φυσάει. Τα χωριά να ’ναι άδεια, το κρύο αλλιώτικο, καθαρό, πάλι να το χάσεις το πλοίο. Ο χειμώνας να είναι πραγματικός, να είναι αυτή η διαφορά του με το καλοκαίρι. Γιατί το χειμώνα τα χέρια μπλέκονται στ’ αλήθεια.
Το πρωί ξυπνάς απ’ το όνειρο, τα σεντόνια τσαλακωμένα, η ζέστη ακόμα παρούσα, το εισιτήριο ανέκδοτο. Να μην πας πουθενά. Να μην πιστέψεις πάλι όλα αυτά τα ψέματα του Αυγούστου. Υπομονή, θα έρθει ο Σεπτέμβρης και όλα θα ξαναγίνουν φυσιολογικά. Κοιμήσου ξανά, ησύχασε. Κοιμήσου ξανά, ξέχνα. Θα σου πάρω μια κρίση πανικού να σου κρατάει συντροφιά κάθε μέρα στις πεντέμισι και μουσικές και κάτι άλλα λόγια και κάτι άλλα ποτά και κάτι σκέψεις τρομαχτικές, ανεξέλεγκτες. Διεσταλμένες, σαν τις επιθυμίες του Αυγούστου, απ’ το ίδιο υλικό φτιαγμένες. Θα σου πάρω και πεταλούδες να τις κλείσεις όπου θες, θα σου πάρω ένα κουτί, ένα κλουβί ή θα σου επιστρέψω το σώμα που δανείστηκα, το στομάχι σου ή την καρδιά σου που τόσο είχε μεγαλώσει, και θα είναι σπάνιες πολύ οι πεταλούδες αυτές, πολύχρωμες, εξωτικές, δηλητηριώδεις.
Ισως κάπου στις Κυκλάδες ένα πλάσμα φανταστικό με μορφή απροσδιόριστη να περιμένει σ’ ένα λιμάνι σκοτεινό να σε μαγέψει με χίλιες μουσικές και χίλια ξόρκια. Μόνο το φανάρι θα αναβοσβήνει. Να μη φοβηθείς να κατέβεις. Να κατέβεις ένα καλοκαίρι γεμάτο ψέματα, έναν Αύγουστο που όλα τα παραμύθια θα έχουν διασταλεί απ’ τη ζέστη, να κατέβεις μια νύχτα που οι σκέψεις θα έχουν μεγαλώσει τρομαχτικά, δεν θα τις παίρνει πια η θάλασσα ή θα έχουν γίνει ξέρες. Θα βρεθούμε εκεί.

ε.σ.
*δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Metropolis, τ.996, 27/7/2012

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Λίγο μπλε.


Υπάρχει μια στιγμή που δεν ξεκολλάει ποτέ από πάνω μας. Είναι αυτή που νόμιζες. Ένας άγνωστος την παίρνει και την τσαλακώνει, την πατάει με ευχαρίστηση. Κλάματα. Είπες λυπήθηκες, δεν ηταν παρά ένα λάθος του, δεν ήξερε. Κάνουμε βόλτες πάνω από πτώματα, γελάς, είμαστε εδώ, κοίτα λες, αναπνέω. Ούτ' εγώ πατάω στη γη αυτό το απόγευμα. Aναπνέω. Περιφέρομαι μακριά από όλα τα πράγματα, τίποτα δεν υπάρχει άλλο, μόνο εσύ και αγάπη. Ήταν ένα λάθος του, τελείωσε, λες, ας το ξεχάσουμε.

Στο επόμενο φανάρι ο άγνωστος στέκεται, κοιτάζει ίσια προς τη φορά των αυτοκινήτων. Ώσπου να γίνει πράσινο γυρίζει να δούμε το πρόσωπό του.
Δε θέλω να σε ξέρω.

ε.σ.

Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Πρόσκληση.

artwork by Giorgos Tsopanos 


Μετακόμισα σε μία πόλη που δεν μπορεί να την επισκεφθεί κανείς. Κάθε πρωί πηγαίνω στο σταθμό των τραίνων και αγοράζω όλα τα εισιτήρια πριν με προλάβει κανένας άλλος. Τα φυλάω σ' ένα μέρος μυστικό. Μη ρωτήσετε τίποτα άλλο. Όλος ο αφρός έγινε βία και έφτασε στα πιο απίθανα μέρη. Στις γωνίες ένας ήλιος που φοβάται να φανερωθεί, εσύ ακόμα τίποτα · ούτε να μιλήσεις ούτε να φωνάξεις ούτε να κάνεις πως γελάς. Ουτε στα ψέματα. Κάποιος τριγυρνάει με ένα πηρούνι στην τσέπη, ενθύμιο είπε απ' τον πόλεμο. Κι όλα γυρίζουν σαν ένα κουβάρι γύρω από στολισμένα παιδάκια ανύπαρκτα μέσα σε τρύπες στο χώμα. Τα θεμέλια τρίζουν, έλιωσαν, τα σκουλήκια πανηγυρίζουν, εσύ ακόμα τίποτα. Μια τεράστια ιδέα ήρθε και προσγειώθηκε στο κεφάλι μου, πεθαίνω απ' το βάρος της. Πεθαίνω από αδιαφορία, το τηλέφωνο χτυπάει ασταμάτητα, δεν απαντάω, δεν είσαι εσύ. Εσύ ακόμα τίποτα.

ε.σ.

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

χωρίς κανένα άλλο χρώμα στην αρχή



Αν αφήσω τις εμμονές μου ελεύθερες θα με κατασπαράξουν. Μπορεί να το κάνω μια μέρα που θα θέλω να εξαφανιστώ χωρίς ν' αφήσω ίχνη. Προς το παρόν κυκλοφορώ μ' αυτό το άχρωμο ρούχο και δε φαίνομαι. Αυτές είναι κρυμμένες στη βαλίτσα, δεν τις αφήνω να βγουν ούτε για να ανεπνεύσουν. Φοβάμαι τον έλεγχο στο αεροδρόμιο, τον αέρα όταν φυσάει δυνατά και είμαι κρεμασμένη απ' το δέντρο, τη μοναξιά και πως δε θα ρθεις. Αυτά. Τέσσερα πράγματα φοβάμαι. Τα έχω σημειωμένα σ' ένα χαρτί στην τσέπη του ρούχου για να τα θυμάμαι. Αν κάποτε βρω κάτι χρωματιστό για να φοράω θα πάω εκεί που βγάζουν τα εισιτήρια και θα σε περιμένω μέχρι να 'ρθεις ή να περάσεις απ' έξω τυχαία. Το εισιτήριο μου θα το βάλω στην τσέπη του χρωματιστού ρούχου, ακόμα κι αν εσύ δεν έρθεις ποτέ. Θα γράψω πάνω του τέσσερα πράγματα που φοβάμαι πολύ κι έτσι θα 'ναι σα να μην έφυγα. Μπορεί κιόλας να σε αφήσω να με βοηθήσεις με τη βαλίτσα. Σ' ευχαριστώ.


ε.σ.

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Κόκκοι Καφέ



 
Παραγγέλνεις τον καφέ σου και κοιτάς την ώρα
Τίποτα ως τώρα
Δεν σου έχω πει
Ο καφές σου έχει έρθει κι άναψες τσιγάρο
θέλω να σε πάρω
Να φύγουμε μαζί

Κόκκοι καφέ
πρωινό καβουρδισμένο
μεσημέρι μεθυσμένο
κόκκοι καφέ
πάντα θα σε περιμένω

Πίνεις μια γουλιά, κάθεσαι σταυροπόδι,
κουνάς το ένα πόδι
κάπως νευρικά
Κάποιον περιμένεις,
Για χάρη του ανασαίνεις
Ανοίγει η πόρτα, μένεις
Δεν είναι αυτός ξανά

Κόκκοι καφέ
πρωινό καβουρδισμένο
μεσημέρι μεθυσμένο
κόκκοι καφέ
πάντα θα σε περιμένω

Μα ακόμα κι αν δεν έρθει ποτέ ξανά εκείνος
Και πεις πως είναι κτήνος
Και δεν έχει καρδιά
Εγώ θα σε κοιτάω να πίνεις τον καφέ σου
Να γλείφεις τις πληγές σου
Εδώ, παντοτινά.

Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Τόσο δα.



Γέμισα το παρόν ανείπωτους μήνες πίσω απ΄ τη λέξη που δεν ειπώθηκε και εκείνη την αναμονή γεμάτη νευρικό γέλιο πρόστυχο πάνω στο τραπέζι να ξαποσταίνει ανεπίστρεπτα όνειρα και φιλιά και έπειτα έφυγα για πάντα και άφησα το σπίτι ακατάστατο και τους λογαριασμούς απλήρωτους και κάπως έτσι όλα έγιναν σκοτάδι και το ντουλάπι με τα φυλαχτά και το συρτάρι με το εισιτήριο για το αύριο και το τραπέζι με το ζεστό φαγητό για τη μεγάλη πείνα και τη μεγάλη δίψα που έπρεπε κάπως να δαμάσουμε και ο ταχυδρόμος συνέχισε να έρχεται να παραδίδει τα χρόνια και τη θλίψη και οι γείτονες πάντοτε με έβρισκαν ενώ άλλαζα συνεχώς σπίτια και διευθύνσεις και μεταμφιέσεις και κούρεμα και χρώμα στα μαλλιά δεν ξέρω πως γινόταν δεν έχω ιδέα πάντως αυτός ο μαύρος κύκλος γύρω απ΄τα μάτια μου που μου παρέδωσε η παλιά σπιτονοικοκυρά τον προηγούμενο μήνα με έχει περικυκλώσει κι όλο με σφίγγει με σφίγγει με σφίγγει κατεβαίνει στο λαιμό και με τυλίγει σα μια παλιά γραβάτα που μέσα στο μακελειό κάποιος την έκανε φονικό όπλο…ένα τόσο δα κομματάκι γυαλιστερό ύφασμα.

 α.κ.