Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Smoking kills


Καπνίζω ασταμάτητα.
Ένα σπίρτο που έχει μεγάλο στόμα έλεγε όλη τη νύχτα
Κάπνισε κάπνισε κάπνισε
και δε με άφησε να κλείσω μάτι.
Ένα τηλέφωνο έγινε σφυρί
και προσγειώθηκε σ’ ένα κεφάλι. Το άνοιξε στα δύο
κι από μέσα βγήκαν χιλιάδες λέξεις.
Και κάπου εδώ αρχίζει το όνειρο.
Απαγορεύεται η καταγραφή κι έτσι
μη έχοντας τι άλλο να κάνω
τριγυρνάω στις παιδικές χαρές.
Έρχεται λοιπόν αναπόφευκτα μια μέρα που
φτιάχνω ένα μαγικό φίλτρο
και κάνω τις ελεύθερες ώρες
παντοτινές

ε.σ.

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Οδός Λήθης 225, Διαμέρισμα έκτο, Όροφος τρίτος


Μήνυμα σε τηλεφωνητή

«Αυτή τη στιγμή λείπω. Άφησε μήνυμα μετά τον χαρακτηριστικό ήχο»


«Θα βρεθούμε στον έσχατο χτύπο των ρολογιών.
Μου χρωστάς ένα γέλιο στο μπαλκόνι»

α.κ.

Η βροχή μέσα


περίσσεψαν μόνο αυτά εδώ τα ψίχουλα
ένα μολύβι
ένα στόμα που γελάει
ένα φλιτζάνι από καφέ άπλυτο για αιώνες
ένα θυμωμένο ρούχο
που δεν ήρθες
μια τσαλακωμένη επιθυμία που ταξίδεψε ποδοπατούμενη απ' το πλήθος
την πάτησα κι εγώ κάποτε
πλήθος ήμουν
δεν την είδα
τώρα περίσσεψαν μόνο αυτά εδώ τα ψίχουλα
θα τα αφήσω
να ζήσουν ήσυχα
για πάντα
πάνω στο τραπέζι
και θα μετακομίσω

ε.σ.

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

Οδός Λήθης 44, Διαμέρισμα τρίτο, Όροφος δεύτερος


Κάθε βράδυ η γυναίκα στο τρίτο διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου έβγαινε στο μπαλκόνι της και άνοιγε διάπλατα το στόμα της αφήνοντας να δραπετεύσει στην πόλη μια κραυγή, αντηχώντας λύπες και μοναξιά.
Η κραυγή, άλλοτε καρφωνόταν στο παρμπρίζ ενός διερχόμενου αυτοκινήτου, άλλοτε έτρεχε αλαφιασμένη και ημίγυμνη στο δρόμο ενώ οι περαστικοί πανικοβλημένοι της έκαναν χώρο για να περάσει, άλλοτε πάλι εισέβαλε στην κατάψυξη κάποιου γειτονικού σπιτιού.
Μια νύχτα, η κραυγή αρνήθηκε να βγει από τον φάρυγγα. Έκανε την αντίστροφη κίνηση, επιστρέφοντας μέσα της. Και το σώμα της γυναίκας άρχισε να συσπάται. Αυτό κράτησε για μέρες, για μήνες, για χρόνια. Ώσπου ένα παγωμένο σούρουπο ξεψύχησε. Κι έγινε η κραυγή ύστατη ανάσα θανάτου.
Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το θρυμματισμένο παρμπρίζ ξαναέγινε ενιαίο γυαλί. Και οι περαστικοί περπάτησαν πάλι ήρεμοι στο σκοτεινό δρόμο και οι πάγοι στην κατάψυξη έλιωσαν. Και όλα τα μπαλκόνια του κόσμου γκρεμίστηκαν μονομιάς. Να μη βγει κανείς έξω ξανά. Κανείς. Ποτέ πια…
α.κ.

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

το ποίημα


Το ποίημα λέγεται
ένα όνομα ανθρώπινο
και θα χαθεί τα μεσάνυχτα
Έχει κάτι από τον ύπνο σου
και το νανουρίζει
Τελικά στριφογυρνάει συνέχεια
γύρω από τον εαυτό του
Ψέματα!
φωνάζει εκείνος που οδηγεί
Δεν είμαι εγώ αυτός.

ε.σ.